Τρίτη 28 Ιουνίου 2016

Μαχάτμα Γκάντι

Συλλογή Αποφθεγμάτων

  
 

Μαχάτμα Γκάντι


  • Πρώτα σε αγνοούν, μετά σε κοροϊδεύουν, μετά σε πολεμούν, μετά τους νικάς.

  • Μ’ αρέσει ο Χριστός σας. Δεν μ’ αρέσουν οι χριστιανοί σας. Οι χριστιανοί σας είναι τόσο διαφορετικοί από τον Χριστό.

  • Τα εφτά που δεν πρέπει να έχεις: Πλούτο χωρίς μόχθο, Γνώση χωρίς χαρακτήρα, Πολιτική χωρίς αρχές, Απόλαυση χωρίς συναίσθημα, Εμπόριο χωρίς ήθος, Επιστήμη χωρίς ανθρωπιά, Αγάπη χωρίς θυσία.

  • Κανείς δεν μπορεί να με πληγώσει χωρίς τη συγκατάθεσή μου.

  • Τη μέρα που η δύναμη της αγάπης θα υπερνικήσει την αγάπη της δύναμης, ο κόσμος θα γνωρίσει την ειρήνη.
  • πηγη.isagiastriados

Εκκλησία για όλους

Εκκλησία για όλους


Εκκλησία για όλους
π. Ανδρέα Αγαθοκλέους
          Είναι αλήθεια ότι ο άνθρωπος που συγκεντρώνει όλο το ενδιαφέρον της ύπαρξής του στο να ικανοποιήσει την ανάγκη του για «τον επιούσιον άρτον», δεν μπορεί να αντιληφθεί την άλλη ανάγκη του ανθρώπου για ικανοποίηση της υπαρξιακής του αγωνίας, για νόημα ζωής. Όπως και δεν μπορεί να καταλάβει την πνευματική δίψα και πείνα για θέα Θεού.
          Η Εκκλησία, ως Μάνα που γνωρίζει τα παιδιά της, δίνει στον καθένα ανάλογα με τις ανάγκες του: στον πεινασμένο θα δώσει φαΐ, στον ταλαιπωρημένο ανάπαυση, στον αγχωμένο ειρήνη, στον προβληματισμένο για νόημα ζωής «οδόν σωτηρίας». Αν ο καθένας βλέπει τη δική του ατομική ανάγκη, η Εκκλησία βλέπει τις ανάγκες όλων και προσφέρει σε όλους αυτό που χρειάζονται, όχι ως «κοινωνικό παντοπωλείο» ούτε ως γραφείο κοινωνικών υπηρεσιών αλλά ως Εκκλησία Χριστού.
          Όταν θεολογεί, μιλά για τον άνθρωπο, όταν προβάλλει μια γιορτή της, το κάνει για μας. Όπως κι όταν κάνει κοινωνικό έργο το κάνει για το Θεό, όταν διακονεί τον άνθρωπο διακονεί το Θεό.
          Ποιός, αλήθεια, μπορεί να δώσει τον ορισμό της Εκκλησίας και να μην αισθανθεί ότι την περιορίζει, αφού κάθε ορισμός είναι περιορισμός;
Ποιός μπορεί να καταλάβει την Εκκλησία, αν δεν ζήσει απλά και ταπεινά τις ακολουθίες της, τις νηστείες της, τη ζωή της;
Ποιός μπορεί να απολαύσει τις χαρές της, αν δεν συμμετέχει στις γιορτές της;
Δεν είναι η Εκκλησία «εκτός τόπου και χρόνου», για όσους ζουν μέσα σ’ αυτή και κατανοούν τα μυστικά της. Δεν «ζει στον κόσμο της», για όσους συμπορεύονται και βλέπουν με αγωνία και τον αγώνα της για τον πεινασμένο, τον ταλαιπωρημένο, τον προβληματισμένο σύγχρονο άνθρωπο.
Βέβαια, την Εκκλησία αποτελούν, εκτός από την Αγία Τριάδα, τους Αγίους και τους Αγγέλους που δεν φαίνονται, και άνθρωποι ατελείς, αμαρτωλοί, μετανοούντες. Γι’ αυτό παρατηρούνται και τα λάθη, οι αναπηρίες, οι αμαρτίες. Ωστόσο, η συνάντησή μας με ανθρώπους που, παρ’ όλες τις δυσκολίες του εαυτού τους, έχουν ειλικρίνεια, είναι ο εαυτός τους, θέλουν και αγωνίζονται να ζήσουν το Ευαγγέλιο, μας αποκαλύπτει την ομορφιά της Εκκλησίας. Τότε  κατανοούμε επίσης ότι η ταύτιση της μόνο με τους ανθρώπους που ζουν ακόμα σ’ αυτό τον κόσμο, χωρίς και αυτούς που θριάμβευσαν στον αγώνα τους και υπάρχουν «εν ετέρα μορφή», την κατεβάζει σε σωματείο ή κράτος που δεν υπερβαίνει το θάνατο.
Όλα αυτά τα θεϊκά και τ’ ανθρώπινα, που είναι ωραία, τα βιώνει κανείς όταν εισέλθει με το βάφτισμα στη ζωή της Εκκλησίας κι όταν με το βάπτισμα των δακρύων, με τη μετάνοια, συνειδητοποιήσει την κλήση για να είναι και να ζει ως παιδί του Θεού και να μπορεί να Τον λέει «πατέρα!».
πηγη.isagiastriados

Ομιλία στο ευαγγέλιο της Κυριακής των Αγίων Πάντων

Ομιλία στο ευαγγέλιο της Κυριακής των Αγίων Πάντων, του μακαριστού Μητροπολίτου Νικοπόλεως π. Μελετίου Καλαμαρά


Ομιλία στο ευαγγέλιο της Κυριακής των Αγίων Πάντων, του μακαριστού Μητροπολίτου Νικοπόλεως π. Μελετίου Καλαμαρά
ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΠΑΝΤΩΝ
(Ματθ. 10, 32-33, 37-38 καί 19, 27-30)
ΜΙΜΕΙΣΘΕ ΤΗΝ ΠΙΣΤΗ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ
1. Τίποτε πάνω ἀπό τόν Χριστό

Ἑορτάζομε σήμερα τήν μεγάλη ἑορτή τῆς μνήμης τῶν ἁγίων Πάντων.
Ἀκούσαμε τόν ἀπόστολο πού μᾶς ἔλεγε: «Ἀναθεωροῦντες τήν ἔκβασιν τῆς ἀναστοφῆς, μιμεῖσθε τήν πίστιν». Ἔχομε γύρω μας ἕνα μεγάλο νέφος. Σύννεφο ὁλόκληρο ἀπό ἁγίους. Ἔχομε ὑποχρέωση, ξέροντας ὅτι οἱ ἅγιοι ἐπέτυχαν καί εἶναι γιά πάντα κοντά στό Χριστό, στή βασιλεία του, νά μελετᾶμε τούς βίους τους, τί ἔκαναν, τί ἐσκέπτονταν, τί καρδιά διαμόρφωσαν καί νά τούς μιμούμεθα. Νά μιμούμεθα τά ἔργα τους, τίς σκέψεις τους τά συναισθήματά τους. Γιά νά ἁγιάζομε καί ἐμεῖς τόν ἑαυτό μας. Καί ὅταν φύγομε ἀπό τή ζωή αὐτή, νά φύγομε μέ τήν ἐλπίδα ὅτι θά πᾶμε κοντά στό Χριστό καί ὄχι στήν ἀπώλεια.
   Στό Εὐαγγέλιο ὁ Χριστός μᾶς ἔλεγε μέ κάποια αὐστηρότητα, «ἄν δέν ἀφήσει κανένας τόν πατέρα του καί τήν μητέρα του γιά χάρη μου, δέν εἶναι ἄξιος νά ρθεῖ κοντά μου. Ἄν δέν ἀφήσει τά παιδιά του καί τούς ἀδελφούς του, καί τά χωράφια του, δέν εἶναι ἄξιος νά ρθεῖ κοντά μου».  Βέβαια, δέν μᾶς ἀρέσει τόσο πολύ νά ἀκοῦμε τά λόγια αὐτά. Ἀλλά ὁ Χριστός δέν ἐννοεῖ ὅτι πρέπει ὁπωσδήποτε νά… δείρομε τόν πατέρα μας, νά «μουτζώνουμε» τόν πατέρα μας, νά ἐγαταλείψομε τήν γυναίκα μας καί τά παιδιά μας καί τά χωράφια μας.
Ἐννοεῖ ὅτι δέν πρέπει ποτέ, νά ἔχομε πάνω ἀπό τόν Χριστό, πάνω ἀπό τόν Θεό, πάνω ἀπό τή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, τόν πατέρα μας, ὅσο ἱερό πρόσωπο καί ἄν εἶναι. Ἤ τήν μητέρα μας, ὅσο καί ἄν τήν ἀγαπᾶμε. Ἤ τά παιδιά μας, ὅσο καί ἄν ἔχομε χρέος νά θυσιαστοῦμε γιά χάρη τους. Ἤ τά χωράφια μας πού μᾶς δίνουν τό βιοπορισμό μας, ἤ ὁποιοδήποτε ἄλλο ἀγαθό, πάνω ἀπό τόν Χριστό.
2. Νήπια ὁδηγοί
   Διαβάζομε στούς βίους τῶν ἁγίων: Μία φορά ἔπιασαν μία γυναίκα καί τήν πῆγαν, τότε πού διώκονταν οἱ χριστιανοί, στό δικαστήριο. Κρατοῦσε στήν ἀγκαλιά της ἕνα παιδάκι μικρό.
Τῆς λέει ὁ δικαστής:
   -Λυπήσου τό παιδί σου. Δέν τό ξέρεις ὅτι ἅμα ἐσύ ὁμολογήσεις Χριστόν θά σέ σφάξουν; Ποῦ θά μείνει αὐτό τό παιδάκι; Λυπήσου τό παιδί σου.
   Ἀπάντησε ἡ ἁγία γυναίκα ἐκείνη:
   -Θεόν ἔχει. Θεόν ἔχει. Ἔχει Πατέρα τόν Θεό καί προστάτη τόν Θεό. Ἐγώ τί θά τοῦ κάνω;
   Καί ὁμολόγησε καί διακήρυξε ὅτι πιστεύει στό Χριστό. Καί τήν ἔσφαξαν.
   Ἄλλη περίπτωση: Μία μητέρα μάθαινε ἀπό μικρό τό παιδάκι της, νά κάνει τό Σταυρό του. Καί νά λέει τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ καί τῆς Παναγίας μας. Ἡ ἁγία Ἀγαθονίκη. Τήν πηγαίνουν στό δικαστήριο καί ρωτᾶ ὁ δικαστής τό παιδάκι στήν ἀγκαλιά τῆς μητέρας του:
   -Πέσε μου ἐσύ παιδί μου, ποιόν ἔχομε Θεό; Ποιός εἶναι ὁ Θεός; Ποιόν πρέπει νά προσκυνᾶμε παιδάκι μου γιά Θεό;
   Καί ἀπαντάει τό νήπιο πού βύζαινε ἀκόμη:
   -Τόν Χριστό. Τόν Χριστό.
   Γίνανε θηρία οἱ εἰδωλολάτρες, οἱ διῶκτες τοῦ Χριστοῦ. Καί ἄρχισαν νά ταλαιπωροῦν τό μικρό παιδάκι, γιά νά τούς εἰπεῖ κάτι ἄλλο. Καί ἀπάντησε πάλι τό παιδί διδαγμένο ἀπό τήν μητέρα του:
   -Τόν Χριστό.
   -Ποιόν πρέπει νά σεβόμαστε Θεό;
   -Τόν Χριστό. Τόν Χριστό.
   Διαβάζομε στό βίο τοῦ ἁγίου Γεωργίου, πόσα ὑπέφερε γιά τόν Χριστό· μαρτύρια. Διαβάζομε στό βίο τοῦ ἁγίου Ἀντωνίου· ἀπό δεκαοχτώ χρονῶν, μέχρι ἑκατόν πέντε χρονῶν, πῆγε εἰς τήν ἔρημο γιά νά ζήσει κοντά στό Χριστό, ἀπερίσπαστος ἀπό κάθε ἄλλη μέριμνα.
   Διαβάζομε πόσα ὑπέφερε ὁ ἀπόστολος Παῦλος, πόσα ὑπέφερε ὁ ἀπόστολος Πέτρος, τί ἔκανε ὁ Πρόδρομος καί τί ἔκανε ἡ ὑπεραγία Θεοτόκος. Εἶναι φυσικό νά ζηλεύομε ἀπό μιά μεριά καί νά φοβόμαστε ἀπό τήν ἄλλη. Γι' αὐτό καί τούς ἐπικαλούμεθα στίς προσευχές μας καί λέμε: «Ἅγιοι τοῦ Θεοῦ, πρεσβεύετε καί γιά μᾶς, νά μᾶς δυναμώνει ὁ Θεός καί νά μᾶς φωτίζει, γιατί βλέπομε τόν ἑαυτό μας μικρό καί ἀδύναμο».
   Ὁ Χριστός ἀναδεικνύει κάθε ἐποχή καί δούλους του καί ἁγίους.
   Τούς ἀναδεικνύει ὁ Χριστός· καί γίνονται μέ τό ἡρωικό τους φρόνημα τῆς πίστεως.
3. Δέν λυπήθηκαν τή ζωή τους
   Ἄς ποῦμε τώρα μία νεότερη ἱστορία.
Βρισκόμαστε στό 1943. Οἱ Γερμανοί ἕτοιμοι νά πυροβολήσουν μία ὁμάδα ἀνθρώπων γιά ἀντίποινα. Ὅλοι εἶναι νέοι. Ἀνάμεσά τους ἕνας κλαίει μέ σπαραγμό. Καί φωνάζει: «Παιδάκια μου, παιδάκια μου. Ποῦ θά μείνετε;» Δίπλα στεκόταν ἕνας παπάς. Πάει καί λέει στόν ἀξιωματικό τῶν Γερμανῶν: «Μπορῶ νά πάρω ἐγώ τί θέση αὐτοῦ τοῦ ἀνθρώπου;» Ὁ ἀξιωματικός, πού ἔβλεπε τά κλάματα τοῦ νέου ἐκείνου πατέρα, λέει: «Ναί, ἅμα θέλεις…». Γι' αὐτόν δέν ὑπῆρχε θέμα. Εἶχε δοθεῖ ἐντολή τόσοι νά τουφεκιστοῦν, γιατί θυμᾶστε οἱ παληότεροι τί γινόταν τότε. Ἔρριξε κάποιος μιά ντουφεκιά, καί ἔλεγαν: «Θά ἐκτελεστοῦν εἴκοσι, τριάντα». Ἐκεῖνοι πού πέσανε μπροστά τους. Δέν χρειάζονταν περισσότερους.
   Πῆγε ὁ παπάς ἀντί γιά τό νέο, ἔκανε τό Σταυρό του, ἦρθε ἡ ντουφεκιά καί τόν σκότωσαν. Γιατί σκοτώθηκε; Γιατί ἀγάπησε τόν πονεμένο ἄνθρωπο περισσότερο ἀπό τόν ἑαυτό του. Τί ἔκανε μέ τήν πράξη του αὐτή; Ἔδειξε ὅτι ἡ ἀγάπη πρός τόν πλησίον εἶναι ἀνώτερη, πρέπει νά εἶναι πάνω ἀπό τή ζωή μας.
Ποιός μᾶς δίδαξε τί εἶναι ἡ ἀγάπη πρός τόν πλησίον; Ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός. Πῶς μᾶς τήν ἐδίδαξε; Μέ ὅλα τά καλά πού εἶπε. Μέ ὅλα τά καλά πού ἔκανε. Καί προπαντός μέ τό νά σταυρωθεῖ γιά μᾶς. Πέθανε ἀπό ἀγάπη γιά μᾶς, ἐπάνω στό Σταυρό. Καί εἶπε: «Μείζονα ταύτης ἀγάπην οὐδείς ἔχει». Μεγαλύτερη ἀγάπη δέν μπορεῖ νά δείξει κανείς, ἀπό τό νά πεθάνει γιά κάποιον ἄλλον.
   «Αὐτό πού ἔκαμα ἐγώ καί σεῖς πρέπει νά θέλετε νά τό κάνετε», εἶπε ὁ Χριστός. Καί ὁ μακάριος ἐκεῖνος ἄνθρωπος, ὁ παπάς, ἔχοντας γνώση τοῦ τί σημαίνει θέλημα Θεοῦ, ἀντικατάστησε τόν πονεμένο καί τόν χρήσιμο, κατά τήν γνώμη του τοὐλάχιστον, μέ τόν ἑαυτό του.
   Στεκόμαστε μέ σεβασμό καί μέ εὐλάβεια μπροστά στήν πράξη τοῦ ἁγίου ἐκείνου ἀνθρώπου, πού κληρονόμησε τήν αἰώνια ζωή καί Βασιλεία. Ἀλλά στεκόμαστε ἀκόμη μέ εὐλάβεια καί ἀπέναντι σέ ἀπό χίλιους-δυό ἄλλους ἀνώνυμους ἀνθρώπους, πού τήρησαν τό θέλημα τοῦ Θεοῦ.
4. Ὁ νεαρός ραφτάκος
   Ἄλλο παράδειγμα. Ἦταν ἕνας νεαρός στήν Κωνσταντινούπολη τό 1630 περίπου, ράφτης. Ἔραβε πάρα πολύ ὡραῖα, κοστούμια καί φορέματα. Καί πήγαιναν οἱ Τοῦρκοι καί οἱ Τούρκισσες νά ραφτοῦν. Ἀλλά αὐτός ἦταν δοῦλος τοῦ Θεοῦ. Δούκας τό ὄνομά του. Πῆγε καί μία Τουρκάλα ἀρχόντισσα. Καί βλέποντας τό παιδί, ὀμορφόπαιδο, τό ἐρωτεύτηκε καί τὄβαλε πεῖσμα της, νά τό πάρει. Ἐκεῖνος δέν δεχόταν. «Ἐγώ δέν μαγαρίζω τόν ἑαυτό μου μέ Τουρκάλα, δέν μαγαρίζω μέ ἀπάτες» ἔλεγε.
   Τοῦ εἶπε ὅτι δέν τήν ἐνδιαφέρει νά γίνει γάμος.  Τῆς ἀρκοῦσε «ἡ φιλία του». Ἀλλά ὁ νεαρός ἄν τόν γάμο δέν δεχόταν, δέν δεχόταν πολύ περισσότερο τήν πορνεία.
Καί τί κάνει ἡ Τουρκάλα; Τόν κατηγορεῖ καί τόν κλείνουν στή φυλακή. Καί ἀρχίζουν τά βασανιστήρια. Πηγαίνει καί τοῦ λέει:
   -Τί προτιμᾶς, ἀπό τά δύο; Βασανιστήρια, ἤ νά ρθεῖς μαζί μου;
Ὁ νεαρός βασανίζεται ἕνα ὁλόκληρο μήνα, καί δέν ὑποχωρεῖ νά προτιμήσει τήν ἡδονή ἀπό τή σωτηρία τῆς ψυχῆς του. Τέλος τόν σκότωσαν μέ μαρτυρικό θάνατο.
Γι’ αὐτούς τούς μάρτυρες λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος: «Ἀναθεωροῦντες τήν ἔκβασιν τῆς ἀναστροφῆς μιμεῖσθε τήν πίστιν».
5. Εἶσαι εὐεργέτης μου
   Ἦταν ἕνας ἄλλος ἅγιος, εἶχε τό σπιτάκι του καί τά μικρά πραγματάκια του, φτωχαδάκι ἦταν. Καί πήγαινε ἕνας «ἔξυπνος» κάθε τόσο, ἔμπαινε στό σπίτι του καί τοῦ ἀφαιροῦσε ὅ,τι  εὕρισκε μπροστά του. Εἶναι γραμμένη αὐτή ἡ ἱστορία στό Γεροντικό. Εἶναι βέβαια τῆς Ἐκκλησίας μας. Κάποια φορά, προχώρησε, ὅλο καί προχωροῦσε ἡ κατάσταση, ἀρρώστησε καί κινδύνευε νά πεθάνει ὁ φτωχός ἄνθρωπος.
Τότε, θυμήθηκε ὁ κλέφτης ὅτι εἶναι ἔνοχος ἀπέναντί του, καί πῆγε νά τοῦ ζητήσει συγγνώμην. Ὅταν λοιπόν ἐμφανίστηκε μπροστά στόν ἑτοιμοθάνατο γέροντα, τοῦ ἅρπαξε τό χέρι καί τοῦ τό φίλησε. Τοῦ κλέφτη τό χέρι ἅρπαξε καί φίλησε ὁ γέροντας. Ὄχι ὁ κλέφτης τοῦ ἀδικημένου. Ὁ καλός ἄνθρωπος φίλησε τό χέρι τοῦ κλέφτη.
   -Γιατί μοῦ φιλᾶς τό χέρι; Ρώτησε ὁ κλέφτης.
   -Φιλάω τό χέρι σου, πού θά μέ πάει στόν Παράδεισο, ἀπάντησε.
   -Γιατί;
   Γιατί ἐνῶ τόν ἔκλεβε, ἐκεῖνος δέν καταριόταν. Δέν ἔβριζε. Δέν τοῦ εἶπε τίποτε κακό. Ἀλλά προσευχόταν καί ἔλεγε: «Συχώρεσέ με Θεέ μου καί ἐμένα, συχώρεσε καί αὐτόν τόν ἄνθρωπο, πού μέ ἀδικεῖ». Καί εἶπε: «Ἔμαθα νά ἔχω ὅλο τό διάστημα αὐτό ἀνεξικακία καί ὑπομονή».
Τί μεγάλο πράγμα εἶναι νά μαθαίνομε νά ἔχομε ἀνεξικακία καί ὑπομονή. Ὄχι ἐκδικητικότητα, ἀλλά ἀγάπη.
Αὐτό ποῦ θά τό μάθομε ἄν δέν κοιτάζομε στούς βίους τῶν ἁγίων;
6. Τό κατάλαβαν μά ἦταν πολύ ἀργά
   Μία παλαιότερη ἐποχή ἦταν ἕνας ἄνθρωπος πλούσιος πολύ. Καί γλεντζές μεγάλος. Ὅτι περισσότερο μποροῦσε τό ἔκανε, γιά νά εὐχαριστηθεῖ. Ἀλλά ἦρθε καί γι' αὐτόν ἡ ὥρα νά πεθάνει. Τότε ἔκανε μιά στροφή στό παρελθόν. Ἐξέτασε τή ζωή του. Καί τί βρῆκε λέτε; Ἀέρα κοπανιτό. Κενό, μηδέν. «Τί ἔκανα; Τί κέρδισα; Χόρτασα;» σκέφτηκε.
Ποιός χόρτασε ἀπό φαΐ;
Ποιός χόρτασε ἀπό κρασί;
Ποιός χόρτασε ἀπό ὁποιαδήποτε ἡδονή;
Ὅλα ἰσχύουν γιά τήν στιγμή πού τρῶς καί γιά τή στιγμή πού πίνεις. Μετά ἀπό λίγο, εἴτε ἔγινε εἴτε δέν ἔγινε εἶναι τό ἴδιο.
   Καί εἶπε ὁ πλούσιος: «Γράψετε ἐπάνω στόν τάφο μου: Ἐνθάδε κεῖται ἕνας ἠλίθιος. Ἐδῶ σ’ αὐτό τόν τάφο, εἶναι ἕνας ἠλίθιος. Πού πέρασε ὁλόκληρη τή ζωή του, χωρίς νά καταλάβει γιατί ἦρθε στόν κόσμο. Τί ἔπρεπε νά κάνει. Τί ἔπρεπε νά ἐπιξιώξει. Τί ἔπρεπε νά σκέπτεται».
Ἐρώτημα:
   -Δέν ἦταν πραγματικά ἠλίθιος ὁ ἄνθρωπος αὐτός; Πέρασε τή ζωή του ἄδικα. Χαμένη. Γιά πάντα χαμένη. Ποῦ νά συγκριθεῖ μέ τόν ἅγιο Ἀντώνιο; Ποῦ νά συγκριθεῖ μέ τόν ἅγιο Γεώργιο; Ποῦ νά συγκριθεῖ μέ τούς ἄλλους ἁγίους πού προτίμησαν καί νά χάσουν τά πάντα γιά τόν Χριστό καί γιά τήν ψυχή τους.
Ἕνα ἀπό τά μεγαλύτερα  πρόσωπα τῆς παγκόσμιας ἱστορίας, ἦταν ὁ Ὀλμπέρ . Ὑπουργός τῶν οἰκονομικῶν τοῦ βασιλιά τῆς Γαλλίας, Λουδοβίκου τοῦ ΙΔ΄. Πού ἦταν ὁ μεγαλύτερος βασιλιάς τῆς Εὐρώπης στήν ἐποχή του. Γιά νά στηρίζεται ὁ βασιλιάς καί νά μπορεῖ νά κάνει τά μεγαλεῖα του, καί τούς πολέμους του, ὁ ὑπουργός τῶν Οἰκονομικῶν κάθε μέρα ἔστιβε τό κεφάλι του, πενήντα χρόνια βασίλευσε ἐκεῖνος ὁ βασιλιάς, γιά νά βρίσκει τά μέσα τά οἰκονομικά μέσα νά μπορεῖ νά κάνει ἐκεῖνα πού ἤθελε.
Πόσο κουράστηκε, πόσο στενοχωρήθηκε, πόσο ὑπέφερε; Μόνο ἐκεῖνος τό ξέρει.
Καί ὅταν πέθαινε, εἶπε τά ἑξῆς λόγια. Εἶναι γραμμένα. Εἶναι ἱστορία ἀληθινή: «Ταλαίπωρη ψυχή μου, ταλαίπωρη ψυχή μου. Ἄν ἔκανες τά μισά γιά τόν Θεό, ἀπ' ὅσα ἔκανες γι’αὐτόν τόν παλιάνθρωπο, θά εἶχες ἐξασφαλίσει ὄχι μιά φορά, ἀλλά δέκα φορές τή σωτηρία σου». Ἄν ἔκανες τά μισά, ἀπ' ὅσα ἔκανες γι' αὐτόν, ἕναν παλιάνθρωπο. Ἄν τά ἔκανες γιά τόν Θεό, δέν θά εἶχε σωθεῖ μιά φορά, ἀλλά δέκα φορές ἡ ψυχή σου.
Τί ὁμολόγησε αὐτός ὁ πανέξυπνος καί σοφότατος, κολοσσός, οἰκονομολογικό κεφάλαιο, γιά ὁλόκληρη τήν παγκόσμια ἱστορία;
Ὅτι ἦταν ἔξυπνος γιά τούς ἄλλους, βλάκας γιά τόν ἑαυτό του.
Ὅταν βλέπετε ἕναν ἄνθρωπο πανέξυπνο, ἀητονύχη, μή φαντάζεσθε ὅτι εἶναι πραγματικά ἔξυπνος. Ἔξυπνος εἶναι ἐκεῖνος πού ξέρει καί ξεχωρίζει ποία εἶναι οὐσία, μόνιμο, σταθερό, πραγματικά ὠφέλιμο καί ποιό εἶναι ἡ λεπτομέρεια. Ξέρεις τί εἶναι νά θυσιάζεις τή ζωή σου, τήν προκοπή σου, τό καλό σου, γιά μιά λεπτομέρεια;
Νά πάρομε τώρα ἕνα μικρό παράδειγμα, γιά νά δοῦμε πῶς γίνεται ἡ ἀπώλεια ἀπό μιά «λεπτομέρεια»:
Τοῦ λένε τοῦ παιδιοῦ. «Ξέρεις πόσο ὡραῖα θά εὐχαριστηθεῖς, ἅμα πάρεις ναρκωτικά;» Καί τό παιδάκι νεαρό, δεκαπέντε, δεκαοκτώ, εἴκοσι χρονῶν, ρωτάει:
-Ἀμάν, τόσο ὡραῖα θά αἰσθανθῶ;
-Δέν μπορεῖς νά τό φαντασθεῖς, τί ὡραῖα θά αἰσθανθεῖς. Ποτέ καί μέ τίποτε δέν αἰσθάνεσαι τόσο ὡραῖα.
Τό παίρνει τό ναρκωτικό, καί ἀπό κεῖ καί πέρα τοῦ ἀρέσει, καί «ἄντε λίγο ἀκόμη». Καί μετά;
Δέν χρειάζεται νά ποῦμε «τό μετά». Ὅποιος εἶχε τήν ἀτυχία κάποιο παιδί του νά πάρει τέτοια πράγματα, κλαίει γιά ὅλη του τή ζωή καί πονάει. Καί τό ἴδιο τό παιδί καταλαβαίνει ὅτι χάθηκε καί κατεστράφη. Γιατί; Γιατί προτίμησε τήν «λεπτομέρεια», ἀπό τήν οὐσία. Τό προσωρινό ἀπό τό μόνιμο.
7. Προσανατολίσου σωστά
Οἱ ἅγιοι Πατέρες καί ὁ Χριστός τό φῶς τοῦ κόσμου, μᾶς διδάσκουν νά εἴμαστε πραγματικά ἔξυπνοι καί νά προτιμᾶμε τά μόνιμα καί τά αἰώνια. Ὄχι τό σῶμα, ἀλλά τήν ψυχή. Ὄχι τή γῆ, ἀλλά τόν οὐρανό. Γι' αὐτό μᾶς λένε ἐπιγραμματικά:
«Στρέφετε τό νοῦ σας στούς ἁγίους, βλέπετε τί κάνανε. Πῶς σκέπτονταν. Τί συναισθήματα καλλιεργοῦσαν στήν ψυχή τους καί μιμεῖσθε τους. Γιατί αὐτή εἶναι ἡ ἐπιτυχημένη ζωή. Καί ἡ ἐπιτυχημένη ζωή, ὁδηγεῖ στή μόνιμη ἐπιτυχία, πού εἶναι ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἡ ζωή κοντά στό Χριστό, στόν Παράδεισο».
Νά δώσει ὁ Θεός νά εἶναι γιά μᾶς ὁδηγητικά τά καλά παραδείγματα τῶν ἀνθρώπων πού ζοῦν πάνω στή γῆ καί τῶν ἁγίων πού εἶναι στόν οὐρανό. Ἀμήν.-
Τοῦ μακαριστοῦ Μητροπολίτου Νικοπόλεως κυροῦ Μελετίου,
 πηγη.zoiforos

Δευτέρα 20 Ιουνίου 2016

Το ουράνιο παλάτι

Το ουράνιο παλάτι


Το ουράνιο παλάτι
Θαυμαστή διήγηση από τις περιοδείες του Απόστολου Θωμά στις Ινδίες
Ο Απόστολος Θωμάς πωλήθηκε κατά παραχώρηση Κυρίου στον έμπορο Αμβάνη ως δούλος και πολύ ικανός και έμπειρος οικοδόμος. Ο Αμβάνης έφερε τον δούλο στις Ινδίες και τον παρουσίασε στον Βασιλέα ως μέγα αρχιτέκτονα και οικοδόμο. Εκείνος τον δέχθηκε και του πρόσφερε πολλά χρήματα για να του οικοδομήσει καινούργια παλάτια.
Ο Απόστολος του Χριστού μόλις πήρε τα χρήματα τα μοίρασε στους πτωχούς και στους έχοντας ανάγκη.
Μετά από λίγο χρόνο έστειλε ο Βασιλεύς τους αυλικούς του για να δουν πως πηγαίνουν οι νέες οικοδομές. Όταν είδαν κατάπληκτοι ότι ούτε τα θεμέλια δεν έχει τοποθετήσει ο οικοδόμος και μαθαίνοντας ότι τα χρήματα τα μοίρασε στους πτωχούς, έτρεξαν στον βασιλέα και του ανήγγειλαν το γεγονός. Εκείνος διέταξε να δέσουν τον Απόστολο οπισθάγκωνα και να τον φέρουν μπροστά του. Αφού ήλθε, του είπε με οργή:
-Μου έκτισες το παλάτι;
-Ναι, απάντησε με ηρεμία ο Απόστολος και μάλιστα είναι πολύ ωραίο.
-Εμπρός λοιπόν, είπε ο βασιλιάς, πάμε να το δω και εγώ.
-Δεν είναι δυνατόν, βασιλιά να δεις αυτό το ανάκτορο σ’ αυτή την ζωή. Μετά την αναχώρηση σου από τον κόσμο αυτό θα το απολαύσεις και θα αγαλλιασθεί η ψυχή σου.
Τα λόγια αυτά του αληθινού δούλου του Θεού, θεώρησε ο βασιλιάς Γουνδαφόρος, διότι αυτό ήταν το όνομά του, ως εμπαιγμό και χλεύη. Και επειδή έμαθε ότι αυτός ο άνθρωπος είναι πτωχός και δεν έχει τις οικονομικές δυνατότητες να του επιστρέψει τα σπαταληθέντα χρήματα, σκέφθηκε ότι μόνο ο θάνατος του θα ικανοποιήσει κάπως τον θυμό του. Γι' αυτό διέταξε να τον γδάρουν ζωντανό και ύστερα να τον ρίξουν στην φωτιά να καεί.
Τι κάνει όμως ο Παντοδύναμος Θεός; Ο αδελφός του βασιλιά οργίστηκε περισσότερο κατά του Αποστόλου και βίαζε τον βασιλιά να τον τιμωρήσει. Ξαφνικά όμως πέθανε και ο θάνατος του αγίου Θωμά ματαιώθηκε. Έτσι όλοι πλέον ασχολούνταν με την εκφορά του νεκρού.
Ο Θεός όμως που δεν επιθυμεί τον θάνατο του αμαρτωλού, επιτέλεσε εδώ καταπληκτικό θαύμα. Μόλις πέθανε ο Γάδ, αυτό ήταν το όνομά του, παρέλαβαν την ψυχή του άγγελοι και της έδειχναν τις αιώνιες κατοικίες των ανθρώπων που σώθηκαν από την αμαρτία ή μετανόησαν.
Η ψυχή του Γάδ κυριεύθηκε από θαυμασμό για το έξοχο κάλλος εκείνης της ουράνιας έπαυλης που ξεχώριζε από τις άλλες και παρακαλούσε τους συνοδούς αγγέλους της να την αφήσουν να κατοικήσει σ' ένα απ' αυτά τα μικρά δωμάτια που έβλεπε. Οι άγγελοι όμως δεν δέχονταν την παράκληση του λέγοντας ότι αυτό το παλάτι ανήκει στον αδελφό του Γουνδαφόρο και το έκτισε ένας ξενόφερτος άνθρωπος ονόματι Θωμάς.
Μόλις πληροφορήθηκε αυτό ο Γάδ παρακαλούσε επίμονα τους αγγέλους να του επιτρέψουν να γυρίσει στον κόσμο για ν' αγοράσει αυτό το λαμπρό παλάτι από τον αδελφό του.
Με το θέλημα λοιπόν του Θεού επανήλθε η ψυχή του Γάδ στο σώμα της για να λυτρωθεί έτσι ο Απόστολος από τον θάνατο και πολλοί άνθρωπο να σωθούν από το θαύμα της αναστάσεως του Γάδ.
Ενώ οι συγγενείς του, ετοίμαζαν το νεκρό σώμα του Γάδ για τον ενταφιασμό, ξαφνικά άρχισε να αναπνέει. Όλοι εξεπλάγησαν και φώναξαν τον βασιλιά στον οποίο είπε ο αναστημένος αδελφός του:
-Αν με αγαπάς, αδελφέ μου, έχω την αξίωση να μου πουλήσεις αυτό το ωραίο παλάτι που σου έκτισε στον ουρανό ο χριστιανό Θωμάς.
Ακούγοντας τα λόγια αυτά ο βασιλιάς φωτίστηκε εκ Πνεύματος Αγίου ότι ο Θωμάς είναι αληθινός Απόστολος του Θεού και φωτισμένος στην ψυχή είπε στον αδελφό του:
-Αδελφέ μου, δεν μπορώ να σου πουλήσω αυτό το παλάτι γιατί η απόκτηση του δεν επιτυγχάνεται εύκολα. Θεωρώ προτιμότερο να συστήσω σε εσένα τον τεχνίτη του, ο οποίος ζει ακόμη, και εκείνος προς χάριν σου θα οικοδομήσει παρόμοιο ανάκτορο.
Αμέσως διέταξε ν' αποφυλακίσουν και φέρουν ενώπιόν του τον Θωμά. Όταν παρουσιάστηκε μπροστά τους, εκείνοι έπεσαν και οι δύο γονατιστοί στα πόδια του ζητώντας συγχώρεση διότι από άγνοια, διέπραξαν το κακό σε βάρος του και τον παρακάλεσαν να κηρύξει στην χώρα τους τον αληθινό Θεό που λατρεύει και την διδασκαλία του, ώστε όλοι οι άνθρωποι να απολαύσουν τα αιώνια και άφθαρτα αγαθά, τα οποία αξιώθηκε να γνωρίσει ο Γάδ.
Με κατάπληξη άκουσε όλα αυτά ο Απόστολος Θωμάς και ευχαρίστησε εκ βάθους καρδίας τον Θεό για τα θαυμάσια Του και την Θεία Πρόνοιά Του. Αμέσως τους κατήχησε και τους βάπτισε όλους και άλλα αναρίθμητα πλήθη ινδών, στο Όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος.
Απο το βιβίο "Ψυχωφελείς Οπτασίες και Διηγήσεις"
Εκδόσεις "Ορθόδοξος Κυψέλη"