Κυριακή 29 Νοεμβρίου 2015

Ο Πλούτος και η Φτώχεια



Ο Πλούτος και η Φτώχεια

ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ 2011
Αγίου Ιωάννου Χρυσοστόμου

Για ποιο λόγο, άνθρωπέ μου, ο πλούτος σου φαίνεται σπουδαίο πράγμα;
Σίγουρα γιατί σου αρέ­σουν οι απολαύσεις, γιατί ευχαριστιέσαι όταν σε θαυμάζουν ή ακόμα καλύτερα όταν σε ζηλεύουν οι άλλοι! Καμμιά φορά και γιατί μπο­ρείς με τα χρήματα σου να κάνεις κακό στους εχθρούς σου! Τέλος, γιατί όλοι σε φοβούνται για τη δύ­ναμη που σου δίνει ο πλούτος. Ναι, γι’ αυτές τις τέσσερεις αιτίες κυνηγάς τα λεφτά. Για την ηδονή, την κο­λα­κεία, την εκδίκηση και τον φό­βο. Άλλη αιτία δεν υπάρχει.

Συνήθως, ο πλούτος ούτε πιο σοφό κάνει τον άνθρωπο, ούτε πιο συνε­τό, ούτε πιο καλό, ούτε πιο φιλάν­θρωπο. Καμμιά αρετή δεν μπορεί να φυ­τέψει μέσα στην ψυχή μας ο πλούτος. Απεναντίας μάλιστα, αν βρει μερικές αρετές, τις ξερι­ζώνει, για να φυτέψει μέσα μας τις αντίστροφες κακίες!
Αυτά τα λέω και δεν θα πά­ψω να τα λέω, κι ας με κα­τηγορούν πολλοί. «Όλο με τους πλουσίους τα βάζεις», διαμαρτύρονται. Πράγμα­τι! Όχι όμως με όλους, αλ­λά μόνο μ’ εκείνους που κάνουν εγωιστική και κακή χρήση του πλούτου τους.
Δεν χτυ­πάω τον πλούσιο, αλλά τον άρπαγα. Άλλο πλούσιος, άλλο άρ­πα­­γας. Να ξεχωρίζου­με τα πράγματα, για να μη δημιουργείται σύγχυση ή πα­­ρανόηση. Είσαι πλούσιος; Δεν σε εμποδίζω. Αρπάζεις; Σε αποδοκιμάζω. Έχεις τα κτήματα σου; Να τα χαίρεσαι. Παίρνεις τα ξένα; Δεν μπορώ να σω­πάσω. Θέλεις να με πετροβολή­σεις; Είμαι έτοιμος και το αίμα μου να χύσω, φτάνει να σε σταματήσω από την αμαρτία. Δεν νοιάζομαι για το μίσος, δεν τρομάζω από την πολεμική.Για ένα πράγμα μόνο νοιάζομαι, για την προ­κο­πή εκεί­νων που με ακούνε.
«Πού είναι ο πλούτος σας;» θα ρωτούσα εκείνους που τον είχαν και τον έχασαν. Και θα τους ρωτού­σα, όχι για να τους χλευάσω (πο­τέ τέτοιο πράγ­μα!), ούτε για να ξύ­σω πληγές, αλλά για να κάνω διδασκαλία και λιμά­νι της σωτηρίας σας το δικό τους ναυάγιο, για να αντιληφθείτε, ότι αυτός που σή­μερα είναι πλούσιος, αύριο καταντάει φτωχός.
Γι’ αυτό πολλές φορές γέλασα, όταν διάβα­σα διαθήκες, που έγραφαν: «Ο τάδε να έχει την κυριότητα των αγρών ή του σπιτιού, τη χρήση όμως να την έχει άλλος». Μα όλοι τη χρήση έχουμε, κανείς δεν έχει την κυριό­τητα. Α­κόμα κι αν μείνουμε πλού­σιοι σ’ ολόκληρη τη ζωή μας, όταν πεθάνουμε, θέ­λουμε δεν θέλουμε, θα παραχωρήσουμε τον πλούτο μας σε άλλους. Γυμνοί φεύγουμε για την άλλη ζωή, αφού για μερι­κά χρόνια ήμασταν μόνο χρήστες, όχι όμως και κύριοι του πλούτου.
Ξέρετε ποιοι έχουν στην πραγμα­τικότητα την κυριότητα του πλούτου; Όσοι περιφρονούν τη χρήση του και περιγελούν τις απολαύσεις. Όσοι σκορπάνε τα λεφτά τους και τα μοιράζουν στους φτωχούς, κάνουν καλή χρήση τους και φεύγουν απ’ αυτόν τον κόσμο αληθι­νά πλούσιοι, πλούσιοι σε κα­λά έργα σε αγάπη και χάρη Θεού.
Να σε ρωτήσω όμως, γιατί, τέλος πάντων, θεωρείς τον πλούτο αξιοζήλευτο; Γιατί καλοτυχίζεις όσους έχουν πολλά χρήματα; Ποια είναι η διαφορά του πλού­σιου από τον φτωχό; Άνθρωποι δεν είναι και οι δύο; Θα σου από­δείξω, μάλιστα, ότι ο ένας έχει την ανάγκη του άλλου, έτσι ώστε ούτε ο πλού­σιος μπορεί να ζήσει δίχως τον φτωχό, ούτε ο φτωχός δίχως τον πλούσιο. Ο Θεός οικονόμησε σοφά αυτή την αλληλεξάρτηση, για να υπάρχει αμοιβαία αγάπη και συμπαράσταση, κοινωνική συνοχή και ευταξία. Πρέπει, μάλιστα, να τονίσω, ότι οι πλούσιοι έχουν μεγαλύτερη ανάγκη των φτωχών παρά οι φτω­χοί των πλουσίων.
Ας αφίσουμε για λίγο τη διδασκαλία του Χριστού και τα πνευματικά κρι­τή­ρια, και ας δούμε το θέμα μόνο λογικά και πρακτικά. Και για να το κα­τα­λάβεις, σου λέω ένα παρά­δειγμα: Ας υποθέσουμε ότι χτίζονται δύο πό­λεις, και με νόμο ορίζεται ότι στη μία θα κατοικούν μό­νο πλούσιοι, ενώ στην άλλη μόνο φτωχοί. Αν στην πόλη των πλου­σίων δεν υπάρχει ούτε ένας φτωχός και στην πόλη των φτωχών ούτε ένας πλούσιος, ας δούμε ποια θα μπορέσει να ικανοποιήσει καλύτε­ρα τις ανάγκες της.
1. Στην πόλη, λοιπόν, των πλουσίων δεν θα υπάρχει τεχνίτης, ούτε χτί­στης, ούτε μαραγκός, ούτε τσαγκά­ρης, ούτε φούρναρης, ούτε γεωρ­γός, ούτε σιδεράς, ούτε άλλος κανένας. Γιατί ποιος πλούσιος θα κατα­δε­χό­ταν να ασκήσει κάποιο απ’ αυ­τά τα επαγγέλματα, τη στιγμή που και ό­σοι τα ασκούν, όταν πλουτίσουν, τα εγκαταλείπουν; Έτσι, όμως, πώς θα μπο­ρέ­σει να συντηρηθεί η πόλη; Δεν υπάρχει άλλη λύση, παρά να κα­ταρ­γη­θεί ο νόμος, που θέσαμε στην αρχή, και να κληθούν τεχνίτες, για ν’ α­ντι­μετωπίσουν τις πρακτικές ανάγκες.
2. Ας δούμε τώρα και την πόλη των φτωχών. Αν, όπως ορίσαμε, δεν έχει κα­νέναν πλούσιο κάτοικο αλλά και κανένα πλούτο, ούτε χρυσάφι, ού­τε ασήμι, ούτε πολύτιμα πετράδια, ούτε πορφυρά και χρυσοΰφαντα εν­δύ­ματα, ποια γνώμη έχεις; Κάτω από τέτοιες συνθήκες, θα είναι δύσκολη η ζωή της πόλης; Καθόλου. Γιατί, αν χρειαστεί να χτίσουν σπί­τια ή να κατεργαστούν το σίδερο ή να υφάνουν ρούχα, δεν χρειά­ζονται χρυσάφι και ασήμι και μαργαριτάρια, αλλά τέχνη και χέρια. Κι αν πρέπει να σκάψουμε και να καλλιεργήσουμε τη γη, πλούσιοι ή φτω­χοί μας χρειά­ζο­νται; Οπωσδήποτε φτωχοί. Πού θα χρειαστούμε, λοι­πόν, τους πλου­σί­ους, εκτός κι αν αποφασίσουμε να κατεδα­φί­σου­με την πόλη;
Βλέπε λοιπόν ακόμα και λογικά· παραλογισμός είναι ο πλούτος και αυ­ταπάτη. Εγωιστική ανάγκη ισχύος και αρρώστια μεγαλομανίας.
Άχρηστοι είναι οι πλούσιοι, ναι, άχρηστοι, εκτός κι αν είναι ελεήμονες και φιλάνθρωποι. Μα, δυστυχώς, λίγοι πλούσιοι, πολύ λίγοι ξεχωρίζουν για τη φιλανθρωπία τους.
Οι περισσότεροι είναι βουτηγμένοι στη φιλαυτία, την ασπλαχνία, την αμαρτία. Γι’ αυτό μην τους ζηλεύεις. Εσύ να σκέφτεσαι τον Πέτρο και τον Παύλο, να σκέφτεσαι τον Ιωάννη και τον Ηλία, να σκέφτεσαι τον ίδιο το Χρι­στό, ο οποίος δεν εί­χε που να γείρει το κεφάλι Του. Μιμήσου τη φτώχεια Εκεί­νου και των αγίων Του, που ήταν στερημένοι από τα υλικά αγαθά, είχαν, όμως αμύθητα πνευματικά πλούτη.
Να θυμάσαι πάντα και τη διακήρυξη του Κυρίου, που βεβαίωσε πως εί­ναι πολύ δύσκολο να σωθεί  πλού­σιος: «Όσοι έχουν χρήματα, πολύ δύ­σκο­λα θα μπουν στη βασιλεία του Θεού. Πιο εύκολο είναι να πε­ράσει καμή­λα μέσ’ από βελόνας τρύπα, παρά να μπει πλούσιος στη βα­σιλεία του Θεού» (Λουκ. 18:24-25).
Δίπλα σ’ αυτή τη θεϊκή διακήρυξη βάλε, αν θέλεις, όλο το χρυσάφι της γης, και θα δεις ότι δεν αντισταθ­μίζει τη ζημιά, που θα σου προξε­νήσει η κα­τοχή του. Ακόμα, δηλα­δή, κι αν είχες δικές σου την ξηρά και τη θάλασσα, τις χώρες και τις πολιτείες της οικουμένης, αν δούλευε για σένα η ανθρω­πότητα, αν έδιναν για χάρη σου οι πηγές χρυ­σάφι αντί για νερό, και τότε θα έλεγα πως δεν αξίζεις απολύτως τίποτε, αφού θα έχανες την βασιλεία των ουρανών.
Τι πιο ανόητο, λοιπόν, από το να μη γνωρίζεις πως θ' αποκτή­σεις το με­γα­λύτερο κέρδος; Γιατί τα χρήματα πρέπει να τ’ αποκτά­ει κανείς σαν πραγ­ματικός κύρι­ος κι όχι σαν δούλος τους.Κανείς δεν είναι πιο άμυαλος από τον δούλο των χρημάτων. Νομίζει ότι τα εξουσιάζει, ενώ εκείνα τον εξου­σιάζουν. Ενώ στην πραγματικότητα έχει σκλαβώσει τον εαυτό του, ικανοποιείται σαν να είναι αφέντης. Ενώ βλέπει έναν λυσσασμένο σκύ­λο να ορμάει εναντίον της ψυχής του, αντί να τον δέσει και να τον λιώσει από την πείνα, του δίνει όλο και περισσότερη τροφή, για να γί­νει πιο φοβερός και να του επιτε­θεί με μεγαλύτερη ορμή.
Ο φτωχός δεν λαχταράει τόσο τα αναγκαία, όσο ο πλούσιος τα περιττά. Ο Θεός σ’ έκανε πλούσιο για να βοηθάς όσους έχουν ανά­γκη, για να βρεις τη συγχώρηση των αμαρτημάτων σου με τη φι­λανθρωπία. Δεν σου έδωσε χρή­ματα για να τα φυλάς και να κα­ταστραφείς, αλλά για να τα μοιρά­ζεις και να σωθείς. Γι’ αυτό το λόγο έκανε και τον πλούτο αβέβαιο, πρό­σκαι­ρο, ασταθή, για να ελαττώσει τη μανία σου για χρήματα.
Πες μου, ποιος ήταν φτωχότερος από τον προφήτη Ηλία; Κι όμως, μέσα σε τέτοια φτώχεια, ήταν ανώ­τερος και μακαριότερος απ’ όλους τους πλου­σίους. Γιατί η πλούσια καρδιά του θεωρούσε πως όλου του κόσμου τα χρήματα δεν αξίζουν τί­ποτα, αν συγκριθούν με τη ζωή κοντά στο Θεό. Αν θεωρούσε σπου­δαία τα πράγματα του κόσμου τούτου, δεν θα είχε μόνο μια μηλωτή. Γι’ αυτόν το λόγο, όταν ανέβαι­νε με το πύρινο άρμα στον ουρα­νό, τίποτ’ άλλο δεν άφησε στο μα­θητή του Ελισαίο, παρά μόνο αυ­τή τη μηλωτή. «Μ’ αυτήν», του είπε, «πάλεψα ενάντια στο διάβολο. Πάρε την κι εσύ, λοιπόν, και κάνε το ίδιο. Γιατί η ακτημοσύνη είναι όπλο ισχυρό, ακαταγώ­νι­στο». Κι ο Ελισαίος δε­χτηκε τη μηλωτή σαν την πιο μεγάλη κληρονομιά. Πράγ­­ματι, άξιζε περισσό­τε­ρο απ’ όλο το χρυσάφι της γης. Μ’ εκείνη τη μηλωτή έγινε διπλός Ηλίας, προ­φή­της και θαυματουργός.
Τι θα κάνετε, όμως, όταν σας αποδείξω πως όλοι πήραμε κάτι άλλο, α­σύ­γκριτα πολυτιμότερο απ’ αυτό που πήρε εκείνος; Ο Ηλίας, δηλαδή, ανεβαί­νοντας στον ουρανό, άφησε στο μαθητή του τη μη­λωτή του. Και ο Υιός του Θε­ού, ανεβαίνοντας στον ουρανό, άφησε σ’ εμάς τη Σάρκα Του.
Όταν, λοιπόν, χάνουμε περιου­σίες και χρήματα, να μην ταραζόμαστε, αλ­λά να λέμε: «Ας είναι δο­ξασμένος ο Θεός, και θα βρούμε πλούτο πολύ με­γα­­λύτερο». Όσο θα ωφεληθούμε μ' αυτόν μόνο το λό­γο, δεν θα ωφεληθούμε ούτε αν ξοδεύουμε ό,τι έχουμε σε αγαθοεργίες, ούτε αν γυρίζουμε παντού ανα­ζητώντας φτωχούς, για να τους βοηθήσουμε, ούτε αν σκορπάμε τα λεφτά μας για να προσφέρουμε φαγητό στους πεινασμένους.
Γι’ αυτόν το λόγο δεν θαυμάζω τόσο τον Ιώβ, επειδή είχε το σπίτι του ανοιχτό σ’ εκείνους που χρει­άζονταν βοήθεια, όσο γιατί με ευχαριστία και δο­­ξολογία του Θεού σήκωσε την απώλεια των αγαθών του. Όποιος μπορέσει, όταν δοκι­μάσει συμφορά, να πει ειλικρινά και αγόγγυστα ό,τι είπε εκεί­νος: «Ο Κύριος μου έδωσε όσα είχα, ο Κύριος μου τα πήρε» (Ιώβ 1:21), μό­νο για το λόγο τούτο θα ανακηρυ­χθεί δίκαιος μαζί με τον Ιώβ και θα σταθεί ένδοξος κοντά στον Αβραάμ.
Όταν ο διάβολος αρπάζει τον πλούτο σου μ’ οποιονδήποτε τρό­πο κι εσύ δοξολογείς τον Κύριο, πληγώνεις διπλά τον εχθρό, αφε­νός γιατί δεν λυπή­θη­κες για όσα έχασες, κι αφετέρου γιατί δέχε­σαι ακόμα και τη δυστυχία ευχα­ριστώντας το Θεό! Ο διάβολος, αν δει ότι στενοχωριέσαι για την απώ­λεια των χρη­μάτων και τα βάζεις με το Θεό, ποτέ δεν θα πάψει να σου προξενεί πα­ρόμοιους πειρα­σμούς. Αν, όμως, σε δει να αντιμε­τωπίζεις και τη με­γαλύ­τερη ακό­μα καταστροφή με ιώβεια υπομο­νή και μακροθυμία, θα σταματή­σει να σε πολεμάει, για να μη σου εξασφαλίσει, χωρίς να το θέλει, λα­μπρότερα στε­φάνια. Και ο μεν Ιώβ, χάρη στη θεάρεστη στάση του, πή­ρε πίσω διπλά εκείνα που είχε χά­σει. Εσύ, όμως, όχι μόνο διπλά και τριπλά, μα εκατοντα­πλά­σια θα τα πάρεις όλα, αν υπομείνεις με πνευ­ματική γενναιότητα τις συμ­φορές, και, το σπουδαιότερο, θα κληρονο­μήσεις την αιώνια ζωή, την οποία εύχομαι ν' απολαύσουμε όλοι μας, με τη χάρη του Κυρίου
πηγη.enoriako info

Η καταστροφή των ενοχών

Η καταστροφή των ενοχών


Η καταστροφή των ενοχών
π. Ανδρέα Αγαθοκλέους
          «Ένα από τα μεγαλύτερα βασανιστήρια που έχει ανακαλύψει ο άνθρωπος, προκειμένου να δυναστεύει και να εκμεταλλεύεται το συνάνθρωπό του, είναι να του εμπνέει ενοχές. Δεν ξέρω αν είναι το προπατορικό αμάρτημα που μας κάνει τόσο ευάλωτους στο να τις αποδεχόμαστε, ξέρω όμως πώς η δύναμή τους είναι πανούργα και ακατάβλητη ιδίως στις παιδικές ψυχές, στη μαλακή παιδική καρδιά που θα κουβαλάμε κατόπιν ισόβια ευάλωτη». Τα πιο πάνω είναι της Μάρως Βαμβουνάκη από το βιβλίο της «Το φάντασμα της αξόδευτης αγάπης».
          Όσοι είχαν την ατυχία να μαθητεύσουν κοντά σε γονείς, δασκάλους και παιδαγωγούς κάθε μορφής που έσπειραν, έμμεσα ή άμεσα, στην καρδιά τους ενοχές για τα λάθη και τα παραπατήματά τους, βεβαιώνουν για την ορθότητα των λόγων.
          Ασφαλώς, χρειάζεται πόνος και κόπος όχι λίγος για ν’ απαλλαγούν από αυτές τις ενοχές και να ζήσουν ελεύθερα τη ζωή τους. Η μαθητεία σε πνευματικούς όντως πατέρες, με το βίωμα της Ορθοδοξίας και το λόγο τους, μπορεί να ανατρέψει το ενοχικό παρελθόν και να βοηθήσει στην ουσιαστική ζωή της χαράς των τέκνων του Θεού.
          Οι υπερβολικές ενοχές, για τα όποια αμαρτήματά μας, δείχνει την υπερηφάνεια που ελλοχεύει μέσα μας. Οι καθόλου, βέβαια, πώρωση της καρδιάς και σκληρότητα.
          Το ζητούμενο δεν είναι το μέγεθος των ενοχών, αφού αυτές είναι ψυχολογικό κι όχι πνευματικό φαινόμενο. Η μετάνοια δηλαδή στον άνθρωπο δεν πηγάζει από το βάρος των ενοχών του, αλλά από την επιθυμία του να φτιάξει τη διασαλευθείσα σχέση του με το Θεό. Αυτό θα φέρει τη χαμένη χαρά και την ειρήνη ως «καρπούς μετανοίας».
          Δεν είναι λίγοι που εκλαμβάνουν τη σύγχυση και την αναστάτωση των ενοχών ως δείγμα μετάνοιας. Ούτε αυτοί που πιέζουν τις ενοχές τους με κατάληξη τα ψυχολογικά προβλήματα και τις νευρώσεις.
          Η Ορθοδοξία, όπως την παραλάβαμε από τους αγίους Πατέρες και τις Μητέρες μας, όχι μόνο δεν δημιουργεί ενοχές αλλά τις καταργεί μεταποιώντας τες σε καρδιακό πόνο και συντριβή που, με την μετάνοια, φέρνει χαρά και ελευθερία.
          Αν και οι ενοχές μάς επιβλήθηκαν από άλλους, σε ηλικία που δεν καθορίζαμε την πορεία, η αποδοχή και η συνέχισή τους είναι δική μας ευθύνη.
          Γνωρίζοντας το Χριστό και δημιουργώντας σχέση μαζί Του, γνωρίζουμε τον άλλο τρόπο ζωής, χωρίς ενοχές και συμπλέγματα. Χαιρόμαστε τα πολλά Του δώρα, τον εαυτό μας, τη φύση και τους άλλους. Βλέπουμε τα πάθη και τις αμαρτίες μας ως σύννεφα που σκεπάζουν τον Ήλιο, ως ασθένειες που δυσκολεύουν τη ζωή, ως αστοχίες και παραπατήματα που εμποδίζουν την πορεία.
          Ας μην επιτρέπουμε σε κανένα, ό,τι και να ’ναι, όποιος και να ’ναι, να καταστρέφει τη ζωή μας που η αγάπη του Θεού μας μάς χάρισε για να τη χαιρόμαστε και να την απολαμβάνουμε με όλους τους ανθρώπους
πηγη.isagiastriados.
6+-

Παρασκευή 27 Νοεμβρίου 2015

Ο άγιος μεγαλομάρτυς Ιάκωβος ο Πέρσης. 27 Νοεμβρίου

Ο άγιος μεγαλομάρτυς Ιάκωβος ο Πέρσης. 27 Νοεμβρίου ε.ε.

AddThis Social Bookmark Button
agios iakovos persis 1
Στα ιερά Ευαγγέλια έχομε την άρνηση του Πέτρου και την έπειτα μετάνοιά του, που με πικρά δάκρυα έκλαψε για το παράπτωμά του. Και όχι μόνο ο Απόστολος του Χριστού "εξελθών έξω έκλαυσε πικρώς", αλλά και με το αίμα του τελευταία ξέπλυνε την άρνησή του. Αλλά και στην ιστορία των αγίων Μαρτύρων της Εκκλησίας έχομε παρόμοιο παράδειγμα με τον άγιο Ιάκωβο τον Πέρση, του οποίο σήμερα η Εκκλησία τιμά την μνήμη. Όχι μονάχα μετανόησε και έκλαψε, γιατί αρνήθηκε τον Χριστό, μα και το αίμα του έδωκε στο τέλος για το Σωτήρα. Το μαρτύριό του είναι φοβερό και να το διαβάζη κανείς. Εκόπηκαν κομμάτια - κομμάτια από κάθε κλείδωση τα χέρια και τα πόδια του αγίου Μάρτυρος και τελευταία έπεσε και η κεφαλή του. Ο άγιος Μάρτυς Γόρδιος είπεν όταν μαρτυρούσε: "οία ζημιούμαι, μη δυνάμενος πολλάκις υπέρ Χριστού αποθανείν!". Μα ο άγιος Ιάκωβος με τέτοιο φοβερό μαρτύριο απέθανεν "πολλάκις".
Ο Άγιος Ιάκωβος, έζησε τον 4ο μ.Χ. αι. επί βασιλέως Αρκαδίου (περί το 395 μ.Χ.).
Ζούσε στη Βηθλαδά της Περσίας και καταγόταν από επίσημο γένος. Ήταν φίλος με το βασιλιά των Περσών, Ισδιγέρδη. Παρασυρμένος από αυτή τη φιλία του, ο Ιάκωβος απαρνήθηκε την πίστη του στο Χριστό. Για να ευχαριστήσει τον Ισδιγέρδη, άφησε τον εαυτό του να χαθεί μέσα στην ψευδαίσθηση του πλούτου των ανακτόρων.
Όταν το έμαθαν αυτό η μητέρα και η γυναίκα του, οι οποίες ήταν ευσεβείς και πιστές χριστιανές λυπήθηκαν και εξοργίστηκαν. Και οι δύο λοιπόν τον επιπλήξανε για τη στάση του και του δήλωσαν ότι δεν ήθελαν καμία σχέση, μαζί του. Αυτό το μικρό πλήγμα, επανέφερε τον Ιάκωβο στον ίσιο δρόμο. Τον έκανε να διαπιστώσει το χάσμα το οποίο δημιούργησε. Έτσι ο Ιάκωβος αποφάσισε να εξαγνίσει το ατόπημά του και να επανέλθει στον δρόμο του Θεού.
Μετά από την απόφαση αυτή, πήγε στον βασιλιά και ομολόγησε μπροστά του την μία και αληθινή πίστη στον Χριστό. Ο Ισδιγέρδης εξεπλάγη γι' αυτή την αλλαγή του Ιακώβου και προσπάθησε να τον μεταπείσει. Ο Ιάκωβος παρέμεινε ακλόνητος στην πίστη του και γι' αυτό διατάχθηκε να τον βασανίσουν. Μαρτύρησε με ακρωτηριασμό των άκρων του και κατόπιν με τον αποκεφαλισμό του. Με αυτό τον μαρτυρικό τρόπο παρέδωσε το πνεύμα του στον Κύριο.
πηγη.askitikon
Ἡ σιωπὴ τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ σιωπὴ τοῦ ἀνθρώπου
Anthony Bloom (Metropolitan of Sourozh (1914- 2003))


 



Ἡ συνάντηση τοῦ Θεοῦ μαζί μας μέσα σὲ ἐπίμονη προσευχή, πάντα ὁδηγεῖ στὴ σιωπή. Πρέπει νὰ μάθουμε νὰ ξεχωρίζουμε δύο εἰδῶν σιωπές. Τὴ σιωπὴ τοῦ Θεοῦ καὶ τὴ δική μας ἐσωτερικὴ σιωπή: Πρῶτα ἡ σιωπὴ τοῦ Θεοῦ, συχνὰ πιὸ δυσβάσταχτη καὶ ἀπὸ τὴν ἄρνησή Του -ἡ σιωπὴ τῆς ἀπουσίας γιὰ τὴν ὁποία μιλήσαμε πιὸ πάνω. Ὕστερα, ἡ σιωπὴ τοῦ ἀνθρώπου, πιὸ βαθιὰ καὶ ἀπὸ τὴν ὁμιλία, καὶ σὲ πιὸ στενὴ ἐπικοινωνία μὲ τὸ Θεὸ ἀπὸ κάθε λόγο. Ἡ σιωπὴ τοῦ Θεοῦ στὶς προσευχὲς μας μπορεῖ νὰ διαρκέσει πολὺ λίγο ἢ νὰ μᾶς φαίνεται πὼς διαρκεῖ μιὰ αἰωνιότητα. Ὁ Χριστὸς ἔμεινε σιωπηλὸς στὶς προσευχὲς τῆς Χαναναίας καὶ αὐτὸ τὴν ἔκανε νὰ συγκεντρώσει ὅλη τὴν πίστη της, ὅλη τὴν ἐλπίδα καὶ τὴν ἀνθρώπινη ἀγάπη καὶ νὰ τὶς προσφέρει στὸ Θεὸ γιὰ νὰ τὸν μεταπείσει νὰ ἐπεκτείνει τὰ προνόμια τοῦ Βασιλείου Του καὶ πιὸ πέρα ἀπὸ τὸν ἐκλεκτὸ Λαό... Ἡ σιωπὴ τοῦ Χριστοῦ τὴν προκάλεσε νὰ ἀνταποκριθεῖ, νὰ σταθεῖ στὸ ὕψος της.

Ὁ Θεὸς μπορεῖ νὰ κάνει τὸ ἴδιο καὶ σὲ μᾶς μὲ πιὸ σύντομη ἤ πιὸ παρατεταμένη σιωπή, γιὰ νὰ προκαλέσει τὴ δύναμη καὶ τὴν πίστη μας καὶ νὰ μᾶς ὁδηγήσει σὲ μιὰ βαθύτερη σχέση μαζί Του ἀπ’ ὅ,τι θὰ 'ταν δυνατὸ ἂν τὰ πράγματα μᾶς ἔρχονταν ὅπως τὰ θέλαμε. Καμιὰ φορά, ὅμως, ἡ σιωπὴ μᾶς φαίνεται ἀπελπιστικὰ τελεσίδικη.


Ὅπως ἐξηγεῖ ὁ Alfred de Vigny:

«Ἐάν, ὅπως διαβάζουμε, ὁ Υἱὸς τοῦ Ἀνθρώπου
στὸν ἁγιασμένο κῆπο ἔκλαψε
χωρὶς νὰ εἰσακουστεῖ.
Κι ἂν μᾶς ἐγκαταλείπει ὁ Θεὸς
σὰ νὰ 'μαστε νεκροί,
ἁρμόζει ἡ καταφρόνια μας στὴ ἄδικη θεϊκὴ ἀπουσία
καὶ μὲ σιωπὴ ν' ἀπαντήσουμε στὴ σιωπή.

Μιὰ ὅμοια ἀντιμετώπιση δὲν ἀποκομίζουν πολλοὶ χριστιανοὶ διαβάζοντας τὴ διήγηση τῆς ἀγωνίας τοῦ Χριστοῦ στὸν Κῆπο τῆς Γεσθημανῆς; Αὐτὴ ἡ σιωπὴ εἶναι πρόβλημα γιὰ μᾶς ποὺ πρέπει νὰ τὸ λύσουμε -τὸ πρόβλημα μιᾶς προσευχῆς ποὺ μένει φανερὰ ἀναπάντητη. Διαβάζοντας τὸ Εὐαγγέλιο βλέπουμε πὼς ἡ μόνη προσευχὴ πρὸς τὸν Θεὸ ποὺ δὲν εἰσακούεται εἶναι ἡ προσευχὴ τοῦ Χριστοῦ στὸν κῆπο τῆς Γεσθημανῆ. Ἀξίζει νὰ τὸ θυμόμαστε αὐτὸ διότι πολὺ συχνὰ προσπαθοῦμε νὰ ἑρμηνεύσουμε τὴ σιωπὴ τοῦ Θεοῦ ὡς ἀδυναμία τοῦ ἀνθρώπου ἢ τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ. Θέλοντας νὰ ὑπερασπιστοῦμε τὴν τιμή Του, λέμε πὼς ἡ πίστη μας δὲν ἦταν τόσο δυνατή, ὥστε νὰ ἀπαντηθεῖ μὲ θαῦμα. Ὅταν πάλι ἡ πίστη μας ὑστερεῖ, λέμε πὼς ἴσως ὁ Θεὸς δὲν μπόρεσε νὰ τὴν ἀπαντήσει εἴτε ἀπὸ ἀδυναμία εἴτε ἀπὸ ἀδιαφορία. Τί νὰ ποῦμε τότε γιὰ τὴν ἴδια τὴν προσευχὴ τοῦ Χριστοῦ ποὺ μένει ἀναπάντητη; Ἡ πίστη τοῦ Χριστοῦ, τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, εἶναι δίχως ἄλλο τέλεια, οὔτε μποροῦμε νὰ ἀμφισβητήσουμε τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ γιὰ Ἐκεῖνον, ἀφοῦ ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς μᾶς λέει ὅτι ὁ Πατέρας Του θὰ μποροῦσε νὰ στείλει δώδεκα λεγεῶνες ἀγγέλων προκειμένου νὰ Τὸν σώσει.

Ἂν ὁ Χριστὸς ἐγκαταλείπεται, αὐτὸ συμβαίνει γιατί ὁ Θεὸς ἔχει σχεδιάσει νὰ βγεῖ κάτι καλύτερο γιὰ μᾶς -θυσιάζοντας τὴ ζωὴ τοῦ Υἱοῦ Του. Μὲ αὐτὸ καὶ μὲ τὰ παραδείγματα ἄλλων προσευχῶν στὸ Εὐαγγέλιο βλέπουμε πὼς ἡ προσευχὴ μένει ἄκαρπη χωρὶς τὴ στήριξη τῆς πίστης. Θυμόσαστε τὸ χωρίο ὅπου ὁ Χριστὸς δὲν μποροῦσε νὰ κάνει θαύματα στὴ Ναζαρὲτ ἐξαιτίας τῆς ἀπιστίας τῶν κατοίκων; Μόλις ἔρθει ἡ πίστη, τότε ἐμφανίζονται καὶ οἱ συνθῆκες γιὰ ἕνα θαῦμα, ποὺ εἶναι ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ σὲ ὅλη της τὴ δύναμη. Καὶ χωρὶς ἄλλη παρέμβαση, ἁπλῶς μιὰ καὶ εἶναι ὁ Κύριος τοῦ Βασιλείου Του, ὁ Χριστὸς δρᾶ σὰν Παντοκράτωρ, ἀπαντᾶ στὶς προσευχές μας, μᾶς βοηθᾶ καὶ μᾶς σώζει.

Ὅταν ἡ πίστη μας ἔχει ἀγκιστρωθεῖ γερὰ σὲ Αὐτόν, γινόμαστε ἱκανοὶ νὰ μοιραστοῦμε τὴ φροντίδα Του γιὰ τὸν κόσμο -μοιραζόμαστε τὴ μοναξιὰ Του ἐμπρὸς στὴ σιωπὴ τοῦ Θεοῦ-Πατέρα. Πρέπει νὰ τὸ καταλάβουμε ὅτι ἡ σιωπὴ τοῦ Θεοῦ ἢ εἶναι μιὰ πρόκληση σὲ δυνάμεις ποὺ ὑπνώττουν μέσα μας, ἢ πάλι τὶς ἔχει μετρήσει καλὰ αὐτὲς τὶς δυνάμεις καὶ μᾶς προσφέρει ἕνα μερίδιο τοῦ λυτρωτικοῦ ἔργου τοῦ Χριστοῦ.

Ἡ σιωπὴ καὶ ἡ ἀπουσία τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ καὶ ἡ σιωπὴ καὶ ἡ ἀπουσία τοῦ ἀνθρώπου: Μιὰ συνάντηση δὲ γίνεται ποτὲ πλήρης καὶ εἰς βάθος ἂν τὰ δύο μέρη ποὺ τὴν πραγματοποιοῦν δὲν εἶναι σὲ θέση νὰ παραμείνουν σιωπηλοὶ μεταξύ τους. Ὅσο χρειαζόμαστε λόγια καὶ ἔργα καὶ χειροπιαστὲς ἀποδείξεις, σημαίνει ὅτι δὲ φτάσαμε στὸ βάθος καὶ στὴν πληρότητα ποὺ ἀποζητᾶμε. Δὲν ἔχουμε βιώσει τὴ σιωπὴ ποὺ τυλίγει δύο ἀνθρώπους σὲ θερμὴ οἰκειότητα. Ἡ σιωπὴ αὐτὴ πάει πολὺ βαθιά, πολὺ πιὸ βαθιὰ ἀπ' ὅ,τι νομίσαμε ὅτι εἴχαμε φθάσει, ἡ ἐσωτερική μας σιωπὴ μᾶς ὁδηγεῖ στὴ συνάντηση τοῦ Θεοῦ καὶ μὲ τὸν Θεὸ καὶ ἐν τῷ Θεῶ στὴ συνάντηση τοῦ διπλανοῦ μας.

Σ' αὐτὴν τὴν κατάσταση σιωπῆς δὲ χρειάζονται λόγια γιὰ νὰ ἑνωθοῦμε μὲ τὸ συνάνθρωπό μας, γιὰ νὰ ἐπικοινωνήσουμε μαζί του μὲ ὅλο τὸν ἐσωτερικό μας κόσμο, καὶ νὰ προσεγγίσουμε μαζί, καὶ πιὸ πέρα ἀπὸ τὸν ἑαυτὸ μας Ἐκεῖνον ποὺ μᾶς ἑνώνει. Κι ὅταν ἡ σιωπὴ βαθύνει ἀρκετά, τότε θ' ἀρχίσουμε νὰ μιλᾶμε ἀπὸ τὰ βάθη της, φυλάγοντας καὶ προσέχοντας μὴν τὴ διακόψουμε μὲ τὴ θορυβώδη ἀταξία τῶν λόγων μας. Τότε ἀρχίζει ἡ περισυλλογή. Τὸ μυαλό μας ἀντὶ νὰ προσπαθεῖ νὰ ξεχωρίσει ἀνάμεσα σὲ πλῆθος μορφῶν, ὅπως κάνει συνήθως, προσπαθεῖ νὰ ἀνασύρει ἁπλὲς φωτεινὲς μορφὲς ἀπὸ τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς. Τότε εἶναι ποὺ τὸ μυαλὸ κάνει σωστὰ τὴ δουλειά του. Γίνεται ὑπηρέτης σὲ Ἐκεῖνον ποὺ ἐκφράζει κάτι μεγαλύτερο ἀπὸ αὐτό. Καὶ τότε βλέπουμε πολὺ μακριά, πέρα ἀπὸ τὸν ἑαυτό μας καὶ προσπαθοῦμε νὰ ἐκφράσουμε μέρος αὐτοῦ ποὺ βλέπουμε μὲ φόβο καὶ σεβασμό. Τέτοιοι λόγοι, ἐφόσον δὲ συντελοῦν στὸ νὰ εὐτελίσουν ἢ νὰ ἐκλογικεύσουν τὴν ὅλη ἐμπειρία, δὲ διασποῦν τὴ σιωπή, ἀλλὰ τὴν ἐκφράζουν. Ὑπάρχει ἕνα ἀξιομνημόνευτο χωρίο κάποιου Καρθουσιανοῦ συγγραφέα τοῦ μεσαίωνα ποὺ λέει πὼς ἂν ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ, ὁ Πατέρας εἶναι ἡ δημιουργικὴ σιωπὴ ποὺ δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ παράγει «λόγο» ἀντάξιό της.

Κάποια γεύση αὐτῆς τῆς καταστάσεως ἔχουμε στὶς στιγμὲς τῆς σιωπῆς μας. Κάποτε αὐτὴ ἡ σιωπὴ μᾶς σκεπάζει σὰν θαῦμα, σὰν δῶρο Θεοῦ. Πολὺ συχνὰ πρέπει νὰ μάθουμε νὰ τῆς ἀφήνουμε χῶρο μέσα μας. Χρειαζόμαστε πίστη, ἀντοχή, καὶ ἐλπίδα καὶ ἀκόμα ἐκείνη τὴν ἐσωτερικὴ εἰρήνη ποὺ οἱ Ἕλληνες Πατέρες ὀνομάζουν ἡσυχία. Ἡ προσευχὴ ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ αὐτὴ τὴν ἡσυχία, ποὺ δὲν ἑρμηνεύεται οὔτε ὡς δραστηριότητα οὔτε ὡς παθητικότητα. Εἶναι μιὰ γαλήνια ἔνταση προσοχῆς. Πρέπει παράλληλα μὲ τὴν ἄσκηση τοῦ σώματος καὶ τοῦ πνεύματος νὰ μάθουμε νὰ φθάνουμε σ' αὐτὴ τὴν τέλεια προσευχὴ τῆς ἐσωτερικῆς σιωπῆς.

 πηγη.agiazoni

Ομιλία στο ευαγγέλιο της ΙΓ΄ Κυριακής του Λουκά,29 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ

Ομιλία στο ευαγγέλιο της ΙΓ΄ Κυριακής του Λουκά, του μακαριστού Μητροπολίτου Νικοπόλεως π. Μελετίου Καλαμαρά


Ομιλία στο ευαγγέλιο της ΙΓ΄ Κυριακής του Λουκά, του μακαριστού Μητροπολίτου Νικοπόλεως π. Μελετίου Καλαμαρά
Ο ΠΛΟΥΣΙΟΣ ΝΕΑΝΙΣΚΟΣ
(Λουκ. 18, 18-27)
Τί περισσότερο μπορῶ νά κάνω;

            Ὀφείλομε νά εὐχαριστοῦμε τόν Κύριο κάθε φορά πού βρισκόμαστε στήν Ἐκκλησία του.
            Ἐρχόμαστε στήν Ἐκκλησία γιά νά τοῦ δείξομε τήν ἀγάπη μας.
            Νά τοῦ δείξομε ὅτι τόν θεωροῦμε Κύριο καί σωτήρα μας. Καί νά τόν ἐπικαλεστοῦμε.
            Ἐρχόμαστε ἀκόμη στήν Ἐκκλησία γιά νά τιμήσομε τόν Κύριο· νά τοῦ ζητήσομε τήν χάρη του καί τό ἔλεός του. Χωρίς τήν χάρη του καί τό ἔλεός του, δέν μποροῦμε νά κάνομε τίποτε. Καί προπαντός, δέν μποροῦμε νά πᾶμε στήν αἰώνια ζωή.
            Σήμερα τό Εὐαγγέλιο μᾶς λέγει ὅτι πῆγε ἕνας ἐπίσημος ἄνθρωπος στόν Χριστό καί τοῦ εἶπε:
            -Τί πρέπει νά κάνω γιά νά πάω στήν αἰώνια ζωή. Νά ἔχω ζωήν αἰώνιον;
            Ὁ Κύριος τοῦ ἀπάντησε πάρα πολύ ἁπλά.
            -Νά τηρεῖς τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ.
            Ἐκεῖνος ἀπάντησε:
            -Τίς τηρῶ τίς ἐντολές ἀπό τήν νεανική μου ἡλικία.
            Γιά ποιές ἐντολές μιλᾶμε;
            «Νά μή σκοτώσεις, νά μήν μοιχεύσεις, νά μήν κλέψεις, νά μήν ψευδομαρτυρήσεις, νά τιμᾶς τούς γονεῖς σου»
            –Τίς τηρῶ ἀπό μικρό παιδί. Βεβαίωσε ὁ ἄνθρωπος.
            Τί σημαίνει «τίς τηρῶ ἀπό μικρό παιδί»;
            Σημαίνει, ὅτι πρῶτα-πρῶτα πίστευε στό Θεό. Ἅμα κάποιος δέν πιστεύει τό «οὐ μοιχεύσεις», θά κοιτάξει;        Ἤ τό οὐ φάγεις καί νηστεύσεις;
            Πίστευε στό Θεό λοιπόν, πίστευε καί στήν αἰώνια ζωή.      Καί ἔδωσε μιά ἀπάντηση πάρα πολύ ἴσια. «Ταῦτα πάντα ἐφύλαξα. Ὅλα αὐτά τά φυλάττω. Τά τηρῶ».
            Γιατί τά τηροῦσε;
            Ἀπάντηση: Γιά χάρη τοῦ Θεοῦ. Καί γιά χάρη τῆς αἰώνιας ζωῆς.
            Ὁ Χριστός τοῦ ἀπάντησε:
            -Καλά κάνεις. Ἀφοῦ τά τηρεῖς αὐτά, θά πᾶς στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
            Ἐκεῖνος, ξαναρώτησε:
            -Τί περισσότερο μπορῶ νά κάνω;
            Λέει ὁ Χριστός:
            -Ἄν θέλεις κάτι περισσότερο, μή μένεις μόνο σ’ αὐτά. Ψάξε πιό βαθειά. Ἔλα κοντά μου. Καί θά ἔχεις μεγάλο θησαυρό «ἐν οὐρανοῖς».
Πῶς ἡμερώνουν τά θηρία
            Ἄς σταθοῦμε λίγο ἐδῶ:
            Ἔχετε πάει ποτέ σας σέ ζωολογικό κῆπο; Θά δεῖτε κειπέρα ἄγρια ζῶα. Ἀρκούδες, λιοντάρια, τίγρεις, καμιά φορά ἐλέφαντες καί κάτι ἄλλα ἄγρια θηρία. Ἀλλά οἱ ἄνθρωποι πού τά ἔχουν, τούς ἔχουν πάρει τόν ἀέρα. Φέρονται στό λιοντάρι σάν νά εἶναι σκυλάκι. Τό πιάνουν ἀπό τό αὐτί, τό πᾶνε πέρα-δῶθε καί κεῖνο πηγαίνει. Μέ τήν τίγρη, σάν νά ἦταν γατάκι. Μέ τόν ἐλέφαντα, σάν νά ἦταν ἀρνάκι. Ἄς εἶναι ἄγρια θηρία, μεγάλα.
            Ἐρώτημα; Πῶς ἔγιναν τά ἄγρια θηρία, τό λιοντάρι γιά παράδειγμα ἥμερο σάν σκυλάκι; Καί τρίβεται πάνω στά πόδια ἑνός ἀνθρώπου; Καί τοῦ γλύφει τά χέρια καί κάθεται νά τό χαϊδεύει ὁ ἄνθρωπος, χωρίς νά ἁπλώνει τά νύχια του καί τά δόντια του νά τόν γδάρει;
            Πρῶτα ἀπ'  ὅλα, ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος φρόντισε νά τό δαμάσει. Πῶς τό ἐδάμασε; Μέ τό ξύλο;
            Ὄχι! Μέ τήν περιποίηση.
            Αὐτό εἶναι τό κόλπο πού κάνουν οἱ ἄνθρωποι καί πιάνουν φίλους τά ἄγρια ζῶα. Τά μικρότερα καί τά μεγαλύτερα. Καί τά κάνουν τί; Ὄχι φίλους ἀλλά δούλους. Τούς σφυρίζουν καί χορεύουν.
            Καί βλέπεις ἕνα λιοντάρι ἤ μία τίγρη νά τοῦ σφυρίζει ἕνας ἄνθρωπος καί νά χοροπηδάει ὅπως τοῦ λέει. Καί ἕναν ὁλόκληρο ἐλέφαντα, νά παίζει, νά σηκώνει τά αὐτιά του καί νά κουνᾶ τήν προβοσκίδα του, ὅπως τοῦ σφυρίζει τό ἀφεντικό του.             Γιατί; Γιατί μέχρι τότε τοῦ φέρθηκε μέ στοργή. Μέ μπουκίτσες. Μέ καραμέλες. Καί μέ χάδια.
            Τά ζῶα λιγώνονται γιά τήν ἀγάπη. Καί τό θεωροῦν χρέος τους, ἀφοῦ δέχθηκαν ἀγάπη νά γίνουν δοῦλοι. Νά ἀφοσιωθοῦν. Καί δέν θέλουν νά τόν φᾶνε τόν ἄνθρωπο αὐτό μέ κανένα τρόπο. Γιατί τό καταλαβαίνουν ὅτι ἔχει ἀπέναντί τους ἀγάπη.
            Αὐτά τά κάνουν τά θηρία. Ἐρχόμαστε τώρα σέ μᾶς πού δέν εἴμαστε θηρία, ἀλλά εἴμαστε ἄνθρωποι λογικοί. Ἐρώτημα:             Ἐκεῖνος πού εἶναι ἀπό πάνω μας, ἀφεντικό μας, οὕτως ἤ ἄλλως, πόσα ἔχει κάνει γιά μᾶς;
            Πρῶτα ἀπ'  ὅλα, μᾶς ἐδημιούργησε.
            Δεύτερον. Ἐδημιούργησε αὐτό τόν κόσμο, λέει ἡ Ἁγία Γραφή, γιά μᾶς. Μέ ὅλες του τίς ὀμορφιές. Γιά μᾶς. Καί ἔβαλε ὁ Θεός τόν ἄνθρωπο σ’ αὐτή τήν κτίση, ὡς βασιλέα τῆς κτίσεως.      Ποιός θά τό ἀρνηθεῖ ὅτι δέν εἶναι ἔτσι;
            Δέν εἴμαστε βασιλιάδες πάνω σέ ὁλόκληρη τήν κτίση;
            Ὄχι μόνο στή γῆ. Καί στά οὐράνια πετᾶμε.
            Τί εἴμαστε ἐπάνω στή γῆ;
            Εἶναι ὅλα στήν ἐξουσία μας. Ζῶα, θηρία, θάλασσες, βουνά. Τρυπᾶμε τά βουνά καί κάνομε δρόμους. Γεφύρια στήνομε ἀπέραντα. Ἀεροπλάνα φτειάχνομε. Κινητά τηλέφωνα ἔχομε. Καί μετά; Ἀνάλυση τοῦ γενετικοῦ κώδικα κάνομε. Τά ἔχομε βάλει ὅλα στά χέρια μας.
            Πότε τό εἶπε ὁ Θεός ὅτι θά εἴσαστε τά ἀπόλυτα ἀφεντικά στόν κόσμο; Ὅταν ἔφτειαξε τόν Ἀδάμ. Καταλάβαινε κανείς τότε τίποτε ἀπ'  ὅλα αὐτά; Μποροῦσε νά ὑποψιαστεῖ;
            Καί νά. Γίνανε καί συνεχίζουν νά γίνονται.
            Ἀλλά καί τί ὀμορφιές ἔχει ἡ ζωή. Τόσες πού κανένας δέν θέλει νά φύγει. Ἀκόμα καί ἄρρωστος νά εἶναι, στό κρεβάτι, καί νά ὑποφέρει, δέν θέλει νά φύγει. Καί ἔτσι ἡ ζωή τοῦ εἶναι ὄμορφη.
            Μά γιά ὅλα αὐτά πόσες εὐχαριστίες λέμε στό Θεό; Πόση εὐγνωμοσύνη τοῦ ἔχομε;
Ὅποιον ἀγαπᾶς τόν θυμᾶσαι
            Νά ποῦμε μιά κουβέντα;
            Ὄχι μόνο δέν αἰσθανόμαστε τήν εὐγνωμοσύνη πού πρέπει ἀπέναντί του, ἀλλά δέν ἔχομε οὔτε τήν ὄρεξη, νά τοῦ ποῦμε καλημέρα.
            Ποιά εἶναι ἡ καλημέρα στό Θεό; Ἡ καθημερινή προσευχή. Καί ποιός εἶναι ὁ χαιρετισμός; Ἕνας λιγάκι πιό δυνατός  χαιρετισμός; Ἡ συμμετοχή στήν ἑβδομαδιαία λατρεία, στήν Ἐκκλησία.
            Νά ρωτήσομε κάτι καί νά ἀπαντήσει ὁ καθένας. στόν ἑαυτό του.
            -Κάθε πόσο κάνεις, κάθε πρωί προσευχή; Πῶς τήν κάνεις;             Ἅμα εἶχες ἕνα φίλο καί σοῦ φερνόταν μέ τήν ὄρεξη πού λές ἐσύ τήν προσευχή σου, θά σέ ἤθελε νά τόν λές φίλο; Θά σέ παραδεχόταν ὅτι τόν ἀγαπᾶς;
            Δεύτερον: Κάθε πότε ἔρχεσαι στήν Ἐκκλησία; Ἅμα ἕνα φίλο σου, δέν πᾶς νά τόν χαιρετίσεις στή γιορτή του, τί λέει;
            -Μέ ξέχασες.
            –Κατά λάθος.
            -Ἅμα μέ εἶχες στήν καρδιά σου, δέν θά μέ ξέχναγες.         Κάπου πάρα-ἔξω μέ ἔχεις βάλλει. Ἤ στήν τσέπη σου μέ ξέχασες στήν τσάντα σου.
            Ἔτσι εἶναι. Ὅποιον ἀγαπάει ὁ ἄνθρωπος τόν θυμᾶται.        Καί σέ ὅποιον αἰσθάνεται ὅτι χρωστάει εὐγνωμοσύνη, δέν κοιτάζει πῶς θά ἀποφύγει νά τόν συναντήσει, ἀλλά ὅταν τόν βλέπει ἀπό μακρυά χοροπηδάει ἀπό τήν χαρά του, πού θά πάει κοντά του νά τοῦ πεῖ:
            -Σέ εὐχαριστῶ γιά μιά ἀκόμη φορά.
            -Μά μοῦ τό εἶπες τόσες φορές. Σταμᾶτα πιά.
            -Ὅσες καί ἄν τό πῶ, οὔτε χορταίνω, οὔτε ξεπληρώνω.
            -Μά τί σοὔκανα;
            –Καλή κουβέντα μοῦ εἶπες· φτάνει.
            Ἄν γιά κάτι τέτοια πεζά πραγματάκια, ἔτσι πρέπει νά εἶναι ἡ εὐγνωμοσύνη, γιά ὅλες τίς δωρεές τοῦ Θεοῦ πῶς πρέπει νά εἶναι;
            Μᾶς ἔφτειαξε. Μᾶς ἔδωσε τό Εὐαγγέλιο -λόγια σοφά- νά διαβάζομε, νά μελετᾶμε νά καταλαβαίνομε τί εἶναι ἡ ζωή καί ἡ αἰώνια ζωή.
            Ἦλθε στόν κόσμο γιά μᾶς, σταυρώθηκε γιά μᾶς.   Ὑπόφερε γιά μᾶς.
            Ἐμεῖς ὅταν ὑποφέρει κάποιος γιά μᾶς τί κάνομε;
            Τί ἄλλο; Τόν ἔχομε στήν καρδιά μας!
            Ἄν λοιπόν ἀπέναντι ἑνός ἀνθρώπου πού ἔχει ἀρετές, ἔχει καί ἐλαττώματα, αἰσθανόμαστε ἔτσι, πῶς πρέπει νά αἰσθανόμαστε ἀπέναντι ἐκείνου πού ἦλθε στόν κόσμο γιά μᾶς;      Καί ἔδωσε τό αἷμα του γιά μᾶς;
            Ὄχι γιά νά περάσομε μιά μέρα καλά ἤ ἔστω ἔβαλε τόν κόπο του καί τόν ἱδρώτα του, γιά νά ἔχομε ἕνα σπιτάκι, ἕνα χωραφάκι καί κάτι ἄλλο, νά ἐπιβιώσουμε μέσα στόν κόσμο, ἀλλά μᾶς ἔδωσε τό αἷμα του, γιά νά γλυτώσομε ἀπό τόν θάνατο. Καί νά ἀποκτήσομε τήν αἰώνια ζωή ὅταν θά ἔλθει ὁ Χριστός ἐν δόξῃ νά μᾶς ἀναστήσει. Νά μᾶς πάρει κοντά του στήν αἰώνια δόξα του καί στήν αἰώνια ζωή. Τί περισσότερο ἀδελφοί μου θά θέλαμε νά κάνει ὁ Χριστός γιά μᾶς;
Νά ζωντανέψομε τόν ἑαυτό μας
            Πρέπει νά τά προσέχομε αὐτά καί νά προσπαθοῦμε νά τά καταλάβομε καλύτερα. Πῶς θά τά καταλάβομε καλύτερα;             Ἀφήνοντας νά τά ξεχάσομε; Ὄχι! Μελετώντας τα.
            Πῶς τά μελετᾶμε; Σκεπτόμαστε. Καί λέμε:
            «Τοῦτο δῶ καί κεῖνο, δέν τά κάνω ὅσο πρέπει καλά. Ἄλλα λέει τό Εὐαγγέλιο καί ἄλλα κάνω. Πρέπει νά ζεστάνω λίγο τήν καρδιά μου. Πῶς;»
            Μέ τήν προσευχή. «Φώτισέ με Θεέ μου, νά τά καταλάβω καλύτερα».
            Καί μέ τήν μελέτη. Νά διαβάσομε τό Εὐαγγέλιο τόν λόγο τοῦ Θεοῦ, κάποιο θρησκευτικό βιβλίο.
            Κάθε πόσο τό κάνεις; Πῶς θά σταθεῖς καλά ἀπέναντι τοῦ Χριστοῦ ἄν δέν ξέρεις τό θέλημά του;
            Ἄν θέλεις τήν εὔνοια ἑνός ἀνθρώπου πού τυχαίνει νά εἶναι λίγο πιό ἐπίσημος ἀπό σένα, πᾶς καί τόν ξεσκονίζεις.
            -Καλημέρα, καλημέρα. Λίγη σκόνη ἔχει τό πέτο σου. Νά τό ξεσκονίσω!
            Ἔτσι κάνει ὁ κόσμος γιά νά ἐπιτύχει τήν εὔνοια θνητῶν ἀνθρώπων.
            Γιά τόν Θεό τί κάνεις;
            Πρέπει νά ζωντανέψομε τόν ἑαυτό μας. Τόν ζωντανεύομε ἄν θυμηθοῦμε τί λένε τά λόγια μιᾶς προσευχῆς: «Τῆς παναγίας ἀχράντου... μετά πάντων τῶν ἁγίων μνημονεύσαντες». Θυμόμαστε τήν Παναγία καί τούς ἁγίους.
            Τί ἔκαναν ἐκεῖνοι γιά τόν Χριστό καί γιά τήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ;
            Νά τά φέρομε στό νοῦ μας, γιά νά ζεσταθεῖ ἡ καρδιά μας καί ὁ νοῦς μας, νά ζωντανέψομε. Καί μετά τί νά κάνομε;             «Ἑαυτούς καί ἀλλήλους καί πᾶσαν τήν ζωήν ἡμῶν Χριστῷ τῷ Θεῷ παραθώμεθα».
            Τί σημαίνει; Νά πᾶμε κοντά στόν Χριστό. Ἐγώ μόνος μου;             Νά τραβήξω καί τόν διπλανό μου. Ποιός εἶναι ὁ διπλανός σου; Ἡ γυναίκα σου, ὁ ἄντρας σου, τό παιδί σου, ὁ γείτονάς σου, ὁ ἀδελφός σου. Πῶς θά τό ἀντέξεις νά ξέρεις ὅτι ὑπάρχει αἰώνια ζωή καί νά μήν τραβᾶς τόν διπλανό σου ὅσο μπορεῖς πιό κοντά.
            Πῶς τραβᾶνε τόν ἄνθρωπο;
            Ὄχι ὅπως τραβᾶνε τό σκυλί ὅταν θέλουν νά τό πᾶνε κάπου καί δέν ἔρχεται. Τοῦ κοπανᾶνε καί μιά.
            Ἀλλά πρῶτα ἀπ'  ὅλα τοῦ ξεβουλώνουμε τά αὐτιά. Μέ καλωσύνη, μέ γλυκούς λόγους καί μέ συμβουλές, προσπαθοῦμε νά τόν κάνομε νά ἀκούει. Ὅπως καί ἐμεῖς. Πρῶτα πρέπει νά ξεβουλώσομε τά αὐτιά μας γιά νά μπορέσομε νά ἀκοῦμε.
Ἐλεημοσύνη. Ἡ βασίλισσα τῶν ἀρετῶν
            Εἶπε ὁ Χριστός:
            -Ἄν θέλεις νά γίνεις πιό καλός καί νἆσαι πιό καλά μέσ’  στή Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν, πούλησε αὐτά πού ἔχεις, μοίρασέ τα στούς φτωχούς καί ἔλα κοντά μου.
            Ὅταν τό ἄκουσε ὁ πλούσιος ἐκεῖνος, ἔφυγε.
            Δέν τοῦ εἶπε:
            -Χριστέ μου, πρέπει στό κάτω-κάτω νά τά πουλήσω ὅλα;   Καί πῶς θά ζήσουν τά παιδιά μου καί τό σπίτι μου, ἅμα τό κάνω αὐτό;
            Πολύ λογικό ἐρώτημα γιά κάθε ἄνθρωπο πού ἔχει οἰκογένεια, ὑποχρεώσεις, δεσμεύσεις.
            Τί λέει γι’ αὐτούς ὁ Χριστός;
            «Νά μήν ξεχνᾶτε νά εἴσαστε πάντοτε σπλαγχνικοί στούς φτωχούς».
            Τί σημαίνει αὐτό; Λέμε ὅτι ἡ πιό καλή πράξη πού κάνει ἕνας ἄνθρωπος ἀπέναντι τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ προσευχή. Προσεύχεται καί τόν ἐπικαλεῖται: «Κύριε, Κύριε, πού ἔκανες τόσα γιά μένα σέ εὐχαριστῶ, σέ δοξάζω, σέ τιμῶ. Ἔλα κοντά μου. Μή μέ ξεχνᾶς. Μή μέ ἀφήνεις». Ὑπάρχει καλύτερο πράγμα ἀπό τήν προσευχή;
            Ὑπάρχει! Ποιό εἶναι;
            Ἡ νηστεία.
            Γιατί ἡ νηστεία εἶναι καλύτερη ἀπό τήν προσευχή;
            Γιατί 24 ὧρες, Τετάρτη καί Παρασκευή ἤ ἡμέρες πολλές ὅταν ἔχομε Σαρακοστή, λέμε:
            -Δέν τρώω κεῖνο, δέν τρώω τό ἄλλο εἰς δόξαν καί τιμήν τοῦ Χριστοῦ. Δυναμική σκέψη τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτό ἔχει καί διπλάσια ἀξία. Μεγαλύτερη ἀπό τήν προσευχή λένε οἱ ἅγιοι Πατέρες.
            Ὑπάρχει τίποτε μεγαλύτερο καί ἀπό τήν νηστεία καί ἀπό τήν προσευχή;
            Ἀπαντᾶνε οἱ Πατέρες:
            -Ἡ ἐλεημοσύνη.
            Τί σημαίνει ἐλεημοσύνη;
            Πόνος γιά τόν φτωχό. Πόνος γιά τόν δυστυχισμένο. Πόνος γιά τόν πονεμένο. Ὅποιος ἔχει εὐσπλαγχνία, ἐλεημοσύνη, συμπόνια καί λυπᾶται, ἔχει τόν Χριστό μέσα στήν καρδιά του. Γιατί ὁ Χριστός ἦταν μιά ἀπέραντη ἀγάπη γιά μᾶς.
            Γι’ αὐτό καί ὁ Χριστός εἶπε σ’ ἐκεῖνον:
            -Ἅμα τά πουλήσεις, ἅμα τά μοιράσεις, τότε εἶσαι εἰκόνα τοῦ Θεοῦ. Καί οἱ εἰκόνες τοῦ Θεοῦ ἔχουν πάντοτε θέση στήν Ἐκκλησία καί σέ προσκυνητάρι, γιά νά προσκυνοῦνε ἄγγελοι καί ἄνθρωποι. Γι’ αὐτό ὅποιος γίνεται εὔσπλαγχνος, γίνεται εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ.
            Στό ἐρώτημα τῶν μαθητῶν:
            -Καί ποιός θά σωθεῖ; Ὁ Χριστός ἀπάντησε:
            -Τά ἀδύνατα παρά ἀνθρώποις, εἶναι δυνατά στό Θεό.
            Δηλαδή ὁ Θεός μᾶς φωτίζει καί μᾶς ὁδηγεῖ καί ἐνῶ εἴμαστε σήμερα σκληρόκαρδοι καί φαινόμαστε τίγρεις καί θηρία, λιοντάρια ἀνήμερα, μᾶς φωτίζει μέ τήν τήν καλωσύνη του καί μέ τήν στοργή του καί ἀλλάζομε.
            Νά φωτίσει καί ἐμᾶς νά γίνομε πρῶτα λίγο σπλαγχνικοί, μετά περισσότερο σπλαγχνικοί καί στό τέλος μέ τήν προσευχή, μέ τήν νηστεία καί μέ τήν ἐλεημοσύνη νά γίνομε εἰκόνες τοῦ Θεοῦ.
            Νά ἀξίζομε νά εἴμαστε δίπλα στό θρόνο του στήν οὐράνια Ἐκκλησία μαζί μέ τήν Παναγία καί μέ ὅλους τούς ἁγίους. Ἀμήν.-
Τοῦ μακαριστοῦ Μητροπολίτου Νικοπόλεως κυροῦ Μελετίου,
διασκευασμένη ὁμιλία πού ἔγινε στό Πολύδροσο  στίς 26/11/2006
πηγη.zoiforos