Κυριακή 29 Μαρτίου 2015

Κυριακὴ Ἁγίας Μαρίας τῆς Αἰγυπτίας

Κυριακὴ Ἁγίας Μαρίας τῆς Αἰγυπτίας
Anthony Bloom (Metropolitan of Sourozh (1914- 2003))






Εἰς το ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Τὴν πέμπτη Κυριακή τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς θυμόμαστε τὴν ὁσία Μαρία την Αἰγυπτία ἡ ὁποία μπορεῖ νὰ μᾶς διδάξει μιὰ μεγαλειώδη συμπεριφορά πού πρέπει να ἔχουμε ὑπ’ ὄψιν. Ἐκείνη ἦταν μιὰ ἁμαρτωλή, δημόσια γνωστή, μιὰ πρόκληση κι ἕνα σκάνδαλο γιὰ τοὺς ἄνδρες. Πῶς ἔγινε ἁμαρτωλή – δὲν γνωρίζουμε, οὔτε ἄν ἦταν μιὰ κόλαση γιά ἐκείνη, οὔτε ἄν ἀποπλανήθηκε ἢ βιάστηκε, πῶς ἔγινε πόρνη, δὲν θὰ μάθουμε ποτέ. Αὐτό πού γνωρίζουμε μέ βεβαιότητα εἶναι ὅτι μιὰ ἡμέρα ἦρθε στὸν ναό τῆς Θεοτόκου – τόν ὁρισμό τῆς ἀγνότητας – καὶ ξαφνικά αἰσθάνθηκε ὅτι δεν μποροῦσε νά μπεῖ μέσα. Θὰ πρέπει νὰ φανταστοῦμε μιὰ ὑπερφυσική δύναμη νὰ τὴν ἐμποδίζει νὰ διασχίσει τὴν εἴσοδο· μιά δύναμη πού προφανῶς –βεβαίως– προερχόταν ἔξω ἀπό κείνη. Αἰσθάνθηκε ὅτι ὁ χῶρος ἦταν τόσο ἅγιος καὶ τὸ πρόσωπο τῆς Μητέρας τοῦ Θεοῦ τόσο ἱερό γιά νὰ τολμήσει νὰ βαδίσει πρὸς Ἐκείνη καὶ νὰ σταθῇ στὸν περίβολο τοῦ ναοῦ.

Ἦταν ἀρκετό νὰ συνειδητοποιήσει ὅτι τὸ παρελθόν ἦταν σκοτάδι, κι ὅτι δεν ὑπῆρχε γι’ αὐτήν παρά μονάχα ἕνας δρόμος: νὰ ἀποτινάξει κάθε ἁμαρτία καὶ νὰ ξεκινήσει μιὰ καινούργια ζωή. Δὲν ἀναζήτησε συμβουλές, δὲν πῆγε νὰ ζητήση συγχώρηση· κατευθύνθηκε ἔξω ἀπό τὴν πόλη στὴν ἔρημο, στὴν καυτή ἔρημο ὅπου δὲν ὑπάρχει τίποτα ἄλλο παρά ἄμμος και ζέστη και πεῖνα, και ἀπόλυτη μοναξιά.

Αὐτή μπορεῖ νὰ μᾶς διδάξει κάτι πολύ μεγάλο. Ὅπως ὁ ἅγιος Σεραφείμ τοῦ Σάρωφ ἐπανελάμβανε περισσότερες ἀπό μία φορές σ’ ὅσους πήγαιναν νὰ τὸν δοῦνε, ἡ διαφορά ἀνάμεσα στὸν ἁμαρτωλό πού εἶναι χαμένος καὶ στὸν ἁμαρτωλό πού ἔχει βρεῖ τὸν δρόμο γιὰ τὴν σωτηρία δὲν εἶναι τίποτα περισσότερο ἀπό τὴν ἀποφασιστικότητα. Ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ εἶναι πάντα παροῦσα· ἡ ἀπόκριση ἐπαφίεται σὲ μᾶς. Καὶ ἡ Μαρία ἀνταποκρίθηκε· παρά τὸν τρόμο μιᾶς νέας αἴσθησης τοῦ ἑαυτοῦ της, ἐκείνη ἀπάντησε στὴν ἱερότητα, τὴν χάρη, τὴν ἁγνότητα καὶ τὴν ἁγιότητα τῆς Μητέρας τοῦ Θεοῦ, καὶ τίποτα, τίποτα δὲν ἦταν πιό σημαντικό γιὰ ἐκείνη, ὥστε νὰ ( θελήσει) ν’ ἀλλάξει τὴν ζωή της.

Χρόνο μὲ τὸν χρόνο, μὲ νηστεία καὶ προσευχή, στὴν καυτή ζέστη, στὴν ἀπελπιστική μοναξιά τῆς ἐρήμου, πάλευε μὲ τὴν ἁμαρτία πού εἶχε συσσωρευτεῖ στὴν ψυχή της· γιατί δὲν ἦταν ἀρκετό νὰ ἔχει κανείς συνείδηση τῆς ἁμαρτίας, δὲν ἦταν ἀρκετό οὔτε νὰ τὴν ἀπομακρύνει μόνο μὲ τὴν βούληση, βρίσκεται παντοῦ, στὶς ἀναμνήσεις, στὶς ἐπιθυμίες, στὴν ἀσθενικότητα, στὴν σήψη πού ἡ ἁμαρτία φέρνει. Εἶχε νὰ παλέψει μὲ ὅλη τὴν ζωή της, ἀλλά στὸ τέλος αὐτῆς τῆς ζωῆς εἶχε νικήσει· πράγματι εἶχε ἀγωνιστεῖ τὸν καλό ἀγῶνα, εἶχε καθαριστεῖ ἀπό κάθε σπίλο, μποροῦσε νὰ εἰσέλθει στὴν βασιλεία τοῦ Θεοῦ: ὄχι σ’ ἕνα ναό, ὄχι σ’ ἕνα τόπο, ἀλλά στὴν αἰωνιότητα.

Μᾶς διδάσκει τὴν μεγάλη ἀλλαγή. Μπορεῖ νὰ μᾶς διδάξει ὅτι μόνο ἄν μιὰ μέρα ἀντιληφθοῦμε ὅτι στὸν χῶρο ὅπου ἐλεύθερα κινούμαστε: τὴν ἐκκλησία, ἢ ἁπλά τὴν ἴδια τὴν πλάση πού ἔχει δημιουργηθεῖ ἀπό τὸν Θεό καὶ πού παραμένει καθαρή ἀπό ἁμαρτία, παρότι ὑποτάχθηκε, ὑποδουλώθηκε στὴν ἁμαρτία, ἐξαιτίας μας – εἶναι τόσο ἱερή πού ἐμεῖς δὲν ἔχουμε καμμιά θέση σ’αὐτήν, θὰ πρέπει σὲ ἀπάντηση αὐτῆς τῆς αἴσθησης μετανοίας, νὰ στραφοῦμε μὲ τρόμο μακριά ἀπό αὐτό ποὺ εἴμαστε καὶ νὰ στραφοῦμε ἐνάντια στοὺς ἑαυτούς μας μὲ μιὰ σταθερή ἀποφασιστικότητα. Καὶ μποροῦμε νὰ ἀκολουθήσουμε τὸ παράδειγμά της.

Τὸ παράδειγμά της αὐτό παρουσιάζεται σὲ μᾶς σὲ μιὰ κορυφαία στιγμή πού πηγάζει ζωή, ποὺ εἶναι ἡ Μ. Τεσσαρακοστή. Μιὰ ἑβδομάδα πρίν ἀκούσαμε τὴν διδασκαλία καὶ τὸ κάλεσμα τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τῆς Κλίμακος, ἐκείνου πού διαμόρφωσε μιὰ ὁλόκληρη κλίμακα τελειότητας γιὰ μᾶς, προκειμένου νὰ ὑπερβοῦμε τὴν ἁμαρτία καὶ νὰ φθάσουμε τὸ σωστό. Καὶ σήμερα βλέπουμε κάποια ποὺ ἀπό τὰ βάθη τῆς ἁμαρτίας ἔφθασε στὰ ὕψη τῆς ἁγιότητας καὶ ὅπως ὁ Κανόνας τοῦ ἁγίου Ἀνδρέου Κρήτης λέει: «Νὰ εἶσαι βέβαιος ὅτι ὁ Θεός πού μποροῦσε νὰ γιατρέψει λεπρούς μπορεῖ νὰ γιατρέψει καὶ τὴν λεπρότητα μέσα σου».

Ἄς δοῦμε ἐπίσης σ’ αὐτήν μιὰ ἐνθάρρυνση, μιὰ νέα ἐλπίδα, ἀληθινά μιὰ χαρά, ἀλλά καὶ μιὰ πρόκληση, ἕνα κάλεσμα, γιατί εἶναι κρίμα νὰ ψάλλουμε ὕμνους στοὺς ἁγίους, ἄν δὲν μποροῦμε νὰ μάθουμε ἀπ’ αὐτούς καὶ νὰ τοὺς μιμηθοῦμε. Ἀμήν


Ἀπόδοση κειμένου: www.agiazoni.gr

Πρόγραμμα Ακολουθιών Μ. Εβδομάδας 2015

Ι. Μητρόπολη Νικοπόλεως και Πρεβέζης
Ενορία Καμπής
Πρόγραμμα Ακολουθιών Μ. Εβδομάδας 2016
4/4 Σάββατο του Λαζάρου : Όρθρος-Θεία Λειτουργία 7-9 π.μ.
Εσπερινός 6-7 μ.μ.
5/4 Κυριακή των Βαΐων : Πρωί :Όρθρος-Θεία Λειτουργία 7-10 π.μ.
Βράδυ : Ακολουθία Νυμφίου 7:30-9:00 μ.μ.
6/4  Μ.  Δευτέρα : Απόγευμα , Ακολουθία Νυμφίου 7:30-9:00 μ.μ.
 7/4  Μ.  Τρίτη : Απόγευμα , Ακολουθία Νυμφίου 7:30-9:00 μ.μ.
8/4 Μ. Τετάρτη : Πρωί, Ι.Ευχέλαιο 10:00 π.μ.
Βράδυ : Ακολουθία Μ.Δείπνου  7:30-9:00 μ.μ.
9/4 Μ. Πέμπτη : Πρωί: Θ.Λειτουργία 7:30-9:00 π.μ.
10:30 Τρισάγιο στο Κοιμητήριο (ένα τρισάγιο για όλους με τα ονόματα του καθενός)
Βράδυ : Ακολουθία Των Παθών 7:15-10:30 μ.μ.
Και στη συνέχεια στολισμός του Επιταφίου .
10/4 Μ. Παρασκευή:Πρωί :α) Μ.Ώρες 9:00 β) Αποκαθήλωση 10:30 π.μ.
Βράδυ : Ακολουθία Επιταφίου Θρήνου 7:30- 10:30 μ.μ.
(έξοδος επιταφίου  9:15 Λιτανεία προς το Κοιμητήριο)
11/4  Μ. Σάββατο : Πρωί : Θ. Λειτουργία 7:30-9:00 π.μ.
Βράδυ : Ακολουθία Αναστάσεως –Θ. Λειτουργία Αναστάσεως 11:15-2:00 π.μ.
                                                                                                                                                                                                                                                                                    ο Εφημέριος
                                                                                      π. Πέτρος Σταμάτης

                                                                                          τηλ.6944810668

Παρασκευή 27 Μαρτίου 2015

ΚΥΡΙΑΚΗ Ε ΝΗΣΤΕΙΩΝ 29 ΜΑΡΤΙΟΥ 2015

Ομιλία στο ευαγγέλιο της Κυριακής Ε΄ Νηστειών, του μακαριστού Μητροπολίτου Νικοπόλεως π. Μελετίου Καλαμαρά


Ομιλία στο ευαγγέλιο της Κυριακής Ε΄ Νηστειών, του μακαριστού Μητροπολίτου Νικοπόλεως π. Μελετίου Καλαμαρά
ΒΑΔΙΖΟΝΤΑΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΠΑΣΧΑ
(Μαρκ. 10, 32-45)
1. Πολύτιμη ἡ μνήμη τοῦ θανάτου

            Βρισκόμαστε στήν τελευταία Κυριακή πρό τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος. Βαδίζομε γιά τό ἅγιο Πάσχα. Μετά ἀπό μιά βδομάδα θά ἀρχίσουν οἱ ἑορτές τῶν Παθῶν τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ.
            Ἐμεῖς βέβαια τό ξέρομε ὅτι ὁ Χριστός ἔπαθε, κατεδικάσθη, ἐσταυρώθη, ἀπέθανε στό Σταυρό καί ἐτάφη. Νωρίς τήν τρίτη ἡμέρα ἀναστήθηκε. Αὐτή εἶναι ἡ πίστη μας. Καί ὅλοι ξέρομε ὅτι ὁ Χριστός σταυρώθηκε γιά μᾶς καί γιά τή σωτηρία μας. Ἀλλά ὅταν ὁ Χριστός ζοῦσε ἐπάνω στή γῆ, οἱ περισσότεροι ἄνθρωποι, ἐκεῖνοι πού τόν ἐπίστευσαν ἀπό τά θαύματά του καί ἀπό τήν διδασκαλία του, ἐπίστευαν ὅτι πρέπει νά φτειάξει στόν κόσμο τό ὡραιότερο κράτος. Μία Βασιλεία δικαιοσύνης, μία Βασιλεία πλούτου, μία Βασιλεία καλωσύνης, μία ἀληθινή Βασιλεία ἐπάνω στή γῆ. Βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐπάνω στή γῆ.
            Ὅμως, ὁ Χριστός, τούς μιλοῦσε ἀπό τήν ἀρχή καί συνεχῶς γιά τόν θάνατό του. Παράξενο πράγμα. Ἐμεῖς δέν θέλομε νά μιλᾶμε γιά τόν θάνατό μας. Παρότι εἴμαστε θνητοί. Καί ὁπωσδήποτε θά πεθάνομε. Καί εἴμαστε «ὑπό κρίσιν». Θά κριθοῦμε δηλαδή. Καί πρέπει νά σκεπτόμαστε, πῶς στό δικαστήριο τοῦ Θεοῦ δέν θά κατακριθοῦμε, ἀλλά θά ἐλεηθοῦμε καί θά δικαιωθοῦμε. Εἶναι λάθος μας πού δέν μᾶς ἀρέσει νά μιλᾶμε γιά τόν θάνατό μας. Γιατί ὅσο πιό πολύ ὁ ἄνθρωπος σκέπτεται τόν θάνατό του, σκέπτεται ὅτι θά «εἰσέλθει εἰς κρίσιν» καί ὅτι θά δικαστεῖ, τόσο περισσότερο ἑτοιμάζει κατάλληλα τόν ἑαυτό του καί στό δικαστήριο πού θά γίνει τήν ἡμέρα τῆς δευτέρας Παρουσίας, δέν θά ἔχει κάτι πού νά τόν καταδικάζει. Ἀλλά καί ἄν ἔχει τίποτε, θά φροντίσει ἀπό τώρα νά τό ἐξαλείψει μέ τή μετάνοια, μέ τήν ἐξομολόγηση, μέ τά καλά ἔργα καί θά τύχει ἐλέους Θεοῦ καί φιλανθρωπίας.
2. Ἡ ἐδῶ ζωή καί ἡ ἐκεῖ ζωή
            Ὁ Χριστός λοιπόν, μιλάει γιά τίς τελευταῖες ἡμέρες ἡμέρες του. Καί λέγει: «Βαδίζομε γιά τήν Ἱερουσαλήμ. Ἐκεῖ ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ θά συλληφθεῖ. Θά παραδωθεῖ εἰς τούς ἄρχοντες τῶν Ἑβραίων. Θά τόν καταδικάσουν σέ θάνατο. Θά τόν παραδώσουν σέ εἰδωλολάτρες. Θά τόν σταυρώσουν. Θά τόν θάψουν. Ἀλλά τήν τρίτη ἡμέρα θά ἀναστηθεῖ». Ἐμεῖς, τί θά γίνει αὔριο, δέν τό ξέρομε. Τά μέλλοντα, προσπαθοῦμε νά τά φαντασθοῦμε. Πιθανολογοῦμε. Ὁ Χριστός μιλάει γιά τό μέλλον του ξεκάθαρα. Ἐμεῖς, ἅμα ἀρχίσει ἄλλος νά μᾶς μιλάει γιά τόν θάνατό μας, νευριαζόμαστε. Ὁ Χριστός μιλάει γιά τόν δικό του θάνατο, καί μάλιστα τόν ξέρει μέ ἀκρίβεια, τόν περιγράφει μέ ἀκρίβεια, μέ εἰρήνη στήν ψυχή.
            Γιατί; Γιατί ὁ Θεός ξέρει, ὁ Χριστός ξέρει τί θά συμβεῖ.
            Ὁ Χριστός δέν ἦλθε στόν κόσμο ὅπως ἤλθαμε ἐμεῖς. Μέ περιορισμένη δύναμη καί γνώση. Ἐμεῖς ὅσο ζοῦμε, εἴμαστε σέ ἕνα συνεχή προβληματισμό. Δέν ξέρομε ποῦ βαδίζομε, γιά νά ἐλέγχεται ἡ συνείδησή μας κάθε φορά καί νά ἀποφασίζομε κάθε φορά ἐμεῖς μόνοι μας, ἄν κάνομε τό καλό ἤ κάνομε ἁμαρτίες, γιά νά ἔχει ἡ κάθε πράξη μας ἀξία. Νά εἶναι δηλαδή ἄξια νά ἀμειφθεῖ ἀπό τόν Θεό.
            Γιατί ὁ Θεός μᾶς ἔφτειαξε ὄχι, ὄχι δένδρα, ὄχι ζῶα, ἀλλά ὄντα πνευματικά. Δηλαδή νά πιστεύομε στόν «ἔσω» ἄνθρωπο περισσότερο ἀπό τόν «ἔξω». Νά πιστεύομε στή δικαιοσύνη καί στήν καλωσύνη περισσότερο ἀπό ὅτι στό φαΐ καί στά ἐπίγεια ἀγαθά. Καί νά πιστεύομε καί νά τό καταλαβαίνομε ὅτι σκοπός καί ἀποστολή μας δέν εἶναι μόνο ἡ ζωή αὐτή. Ἀλλά μετά τόν θάνατό μας πηγαίνομε, ὄχι ὅπως ὅλα τά ζῶα, στό μηδέν στήν ἀνυπαρξία, ἀλλά πηγαίνομε στήν αἰώνια ζωή, πού εἶναι καλύτερη, ἀνώτερη καί τελειότερη ἀπό τή ζωή τήν ὁποία ἔχομε τώρα.
            Ἡ τωρινή ζωή εἶναι κάτι τό ἀνάλογο, μέ τή ζωή πού εἴχαμε στήν κοιλιά τῆς μητέρας μας. Ζοῦμε καί ἐκεῖ καί τό καταλαβαίνει καλύτερα ἡ κάθε μητέρα, πόσο ζεῖ καί εἶναι ζωντανό τό παιδί πού ἔχει στήν κοιλιά της.
            Ἡ αἰώνια ζωή πάλι εἶναι κάτι τό ἀνάλογο μέ τή ζωή πού ἔχομε καί ἀπολαμβάνομε μετά ἀπό τήν γέννηση.
            Ζεῖ τό παιδί μέσα στήν κοιλιά τῆς μητέρας του. Ἀλλά οὔτε αἰσθάνεται τόσα, οὔτε βλέπει τόσα, οὔτε χαίρεται τόσα, οὔτε γνωρίζει τόσα, οὔτε ἔχει αὐτούς τούς πλατειούς ὁρίζοντες πού ἔχομε ἐμεῖς. Πού μποροῦμε νά τρέχομε ἀπό τήν μιά ἄκρη τῆς γῆς στήν ἄλλη καί νά πετᾶμε στούς οὐρανούς μέ τά ἀεροπλάνα καί τά μέσα πού ἔχομε σήμερα. Καί ἐπί πλέον μποροῦμε νά ἐπικοινωνοῦμε μέ ὁλόκληρο τόν κόσμο. Μέ τούς κοντινούς μας, μέ τή φωνή καί μέ τά νοήματα. Καί μέ τούς μακρινούς μέ τά τηλέφωνα, μέ τίς τηλεοράσεις, μέ τίς ἐφημερίδες καί μέ τόσα ἄλλα μέσα τά ὁποῖα παρέχει ὁ σύγχρονος πολιτισμός πού εἶναι καρπός καί δωρεά τοῦ Θεοῦ. Δῶρο αὐτοῦ πού μᾶς δημιούργησε καί μᾶς ἔκανε ὄχι ζῶα προορισμένα γιά σφαγή καί γιά θάνατο, ἀλλά ὄντα πνευματικά μέ τή δυνατότητα νά κυριαρχοῦμε, ἀκριβῶς ἐπειδή εἴμαστε κάτι τό ἀνάλογο μέ τούς ἀγγέλους, ἐπάνω σέ ὁλόκληρο τόν κόσμο.
            Γιά μᾶς ἦλθε ὁ Χριστός στόν κόσμο. Γιά νά μή μᾶς ἀφήσει νά γοητευόμαστε ἀπό κεῖνα πού γοητεύονται καί τά ζῶα, φαΐ, ἡδονή, χαρά τοῦ σώματος. Ἀλλά νά καταλαβαίνομε ὅτι χαρά τῆς ψυχῆς εἶναι ἡ ἀνταπόκρισή μας στήν πνευματική μας ἰδιότητα καί ἀποστολή. Καί εἶναι μεγαλύτερο πράγμα ἀπό βιωτική χαρά. Ἦλθε  λοιπόν ὁ Χριστός γιά νά μᾶς βοηθήσει μέ τό παράδειγμά του καί μέ τήν διδασκαλία του, νά ζήσομε ἀνθρώπινα, θεάρεστα, πνευματικά. Γιά νά ἀξιωθοῦμε νά πᾶμε στή Βασιλεία του, κοντά του. Ἀφοῦ μᾶς ἔφτειαξε νά εἴμαστε «κοντά του». Νά εἴμαστε δηλαδή ὄντα πνευματικά· ἀνάλογα μέ τόν Θεό. Ὅμοιοι μέ τούς ἀγγέλους. Μέ μιά διαφορά: ὅτι ἔχομε καί σῶμα. Καί νά ζήσομε αἰώνια κοντά του, ὅπως οἱ ἄγγελοι, ὅταν θά πᾶμε μετά τόν θάνατο εἰς τήν αἰώνια ζωή.
3. Ἔπαθε γιά νά μᾶς δώσει δύναμη καί ὅπλο
            Ἀλλά ὁ Χριστός ἦλθε νά κάνει καί κάτι ἄλλο. Νά μᾶς δώσει δύναμη νά ἀντιστεκόμαστε στό κακό πού μᾶς περιτριγυρίζει καί προέρχεται ἀπό τόν ἑαυτό μας, ἀπό τά πάθη μας καί ἀπό τίς παγίδες τοῦ διαβόλου. Καί γιά νά μᾶς δώσει λοιπόν αὐτή τήν δύναμη ὁ Χριστός, ἦλθε μέ τήν ἀπόφαση, ἐκ τῶν προτέρων εἰλημμένη, προαιώνια ἀπόφαση καί βουλή τοῦ Θεοῦ, νά σταυρωθεῖ γιά μᾶς, νά πάθη γιά μᾶς γιά νά μᾶς δώσει δύναμη καί ὅπλο.
            Δύναμη γιά τήν ψυχή μας καί γιά τό σῶμα μας τό αἷμα του τό ζωοποιό. Τό τίμιο σῶμα του καί τό ἅγιο αἷμα του.
            Καί ὅπλο ἐναντίον τοῦ διαβόλου τόν Σταυρό του τόν τίμιο.
            Γι' αὐτό ὁ Χριστός ὅταν ἐρχόταν εὐκαιρία, μιλοῦσε στούς μαθητές του καί μέ γαλήνη καί μέ χαρά καί μέ ἱκανοποίηση καί τούς ἔλεγε: «Μετά ἀπό λίγο πᾶμε στήν Ἱερουσαλήμ. Ἐκεῖ θά μέ πιάσουν καί θά μέ πᾶνε στούς ἀρχιερεῖς τῶν Ἑβραίων. Αὐτοί θά μέ καταδικάσουν σέ θάνατο. Θά μέ παραδώσουν στόν Πιλάτο, στούς εἰδωλολάτρες, πού οἱ Ἑβραῖοι δέν ἤθελαν νά ἀκοῦνε εἰδωλολάτρες. Ἐμένα θά μισήσουν τόσο πού θά μέ πᾶνε στούς εἰδωλολάτρες καί θά μέ σταυρώσουν. Καί θά πεθάνω στό Σταυρό. Μή φοβόσαστε. Τήν τρίτη ἡμέρα θά ἀναστηθῶ. Ὁ Θεός θά τά νικήσει ὅλα. Γιατί ἦλθα ἐδῶ στή γῆ, νά νικήσω τό κακό καί τήν ἁμαρτία. Καί τό ἀποτέλεσμα τῆς ἁμαρτίας πού εἶναι ὁ θάνατος».
            Ὅποιος νικήσει τήν ἁμαρτία θά νικήσει καί τόν θάνατο. Καί θά ἀναστηθεῖ στήν αἰώνια ζωή. Ἐνῶ ὅποιος δέν νικήσει τήν ἁμαρτία, θά νικηθεῖ ἀπό τήν ἁμαρτία καί θά μείνει στό θάνατο. Τήν ἡμέρα τῆς ἀναστάσεως δέν θά ἀναστηθεῖ γιά αἰώνια ζωή, ἀλλά γιά μιά κατάσταση πού ὀνομάζεται στήν Ἁγία Γραφή «δεύτερος θάνατος», αἰώνιος θάνατος. Καί στήν ἁπλή γλώσσα τόν λέμε αἰώνια καταδίκη καί κόλαση αἰώνια.
            Μᾶς ἔδωσε λοιπόν ὁ Χριστός μέ τόν Σταυρό του, μέ τόν θάνατό του, καί μέ τά πάθη του δύο ὅπλα. Τό σῶμα του καί τό αἷμα του, τήν Θεία Κοινωνία καί τόν τίμιο Σταυρό του. Μᾶς μιλοῦσε γι’ αὐτά πρίν πεθάνει, σάν τά εἶχε μπροστά του. Γιατί ὁ Θεός εἶναι παντογνώστης. Τά ξέρει ὅλα. Ἐμεῖς πιθανολογοῦμε, ψάχνομε νά βροῦμε. Καί ὅταν μᾶς πιάνει μανία νά δοῦμε τό μέλλον κάνομε τίς χειρότερες τρέλλες καί ἀνοησίες. Πᾶμε στά μέντιουμ, πᾶμε σέ παραψυχολόγους καί πουλᾶμε τήν ψυχή μας, γιατί μέσα σέ ὅλα αὐτά μάγισσες, μέντιουμ, παραψυχολογία δουλεύει ἕνας καί μόνο: ὁ διάβολος.
            Καί μᾶς κοροϊδεύει καί ἐμεῖς στή λαχτάρα μας νά μάθομε τί θά γίνει αὔριο γιά μᾶς, δίνομε καί τά χρήματά μας καί πουλᾶμε καί τήν ψυχή μας.
4. Ὁ ἀληθινά μεγάλος
            Στή συνέχεια ὁ Χριστός εἶπε: «Ἐγώ ἦλθα γιά νά ὑπηρετήσω τόν κόσμο. Νά ἐργαστῶ γιά τήν σωτηρία του». Καί ἐνῶ ἔλεγε αὐτά τά λόγια, πῆγαν δύο μαθητές του καί τοῦ ζητοῦσαν ἀξιώματα. Νά τούς βάλλει, ὁ ἕνας νά κάθεται στά δεξιά του καί ὁ ἄλλος στά ἀριστερά του. Νά πιάσουν πού τά μεγάλα πόστα. Νά ἔχουν «τά μεγάλα μέσα»· τήν πολλή εὐτυχία. Ὁ Χριστός τούς εἶπε: «Κάνετε ἕνα μεγάλο λάθος. Ἡ Βασιλεία μου, δέν εἶναι Βασιλεία ἐξουσίας καί δυνάμεως. Ἀλλά εἶναι ἐξουσία ταπεινώσεως καί καλωσύνης. Ἐγώ ἦλθα νά ὑπηρετήσω τόν κόσμο. Καί ὅσοι θέλετε νά εἴσαστε κοντά μου, νά ἔχετε τήν διάθεση νά ὑπηρετεῖτε τούς ἀδελφούς σας». Ὅσο πιό πολύ ἕνας ἄνθρωπος ταπεινώνει τόν ἑαυτό του καί ὑπηρετεῖ τούς ἄλλους, τόσο πιό μεγάλος θά γίνει στήν Βασιλεία τῶν οὐρανῶν.
            Θέλεις λοιπόν ἀδελφέ μου νά γίνεις μεγάλος στόν Παράδεισο; Στή Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν;
            Ἔρχεσαι σέ ἐπικοινωνία μέ ἕναν ἄλλον ἄνθρωπο...
            Δεῖξε ὑποχωρητικότητα, δεῖξε καλωσύνη, μή θυμώνεις. Μή θέλεις νά ἐπιβάλλεις τήν δική σου γνώμη.
            Μπορεῖς; Ὑπηρέτησέ τον λίγο.
            Μπορεῖς νά τόν ὑπηρετήσεις περισσότερο; Νά ταπεινώσεις λίγο περισσότερο τόν ἑαυτό σου; Μέγας θά γίνεις εἰς τήν Βασιλεία τῶν οὐρανῶν.
            Ὅσο περισσότερο ἕνας ἄνθρωπος ταπεινωθεῖ, τόσο περισσότερο θά ἐξυψωθεῖ. Σοῦ κάνει ἕνας ἄνθρωπος τόν ζόρικο καί τόν ἔξυπνο; Μή θυμώνεις. Μήν ὀργίζεσαι. Μήν ἀγανακτεῖς. Μήν βρίζεις. Σιώπησε. Συμβούλευσε, ὑποχώρησε, μέ καλωσύνη καί μέ πραότητα. Πᾶς στό σπίτι σου κάνε ἕνα Σταυρό. Παρακάλεσε τόν Θεό νά γίνει καί σέ σένα καί στούς ἄλλους ἀνθρώπους εἰρήνη. Καί θά γίνεις μεγάλος στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Θέλεις νά δοξασθεῖς; Ὅπλο γιά δόξα εἶναι ὁ Σταυρός τοῦ Χριστοῦ. «Ὅπλον εἰρήνης ἀήττητον τρόπαιον». Πᾶρε τόν Σταυρό στά χέρια σου καί προχώρει μέ τήν δύναμη τοῦ Σταυροῦ. Ἀμήν.-


Τοῦ μακαριστοῦ Μητροπολίτου Νικοπόλεως κυροῦ Μελετίου,

πηγη  ζωηφορος

Τετάρτη 25 Μαρτίου 2015

Εἰς τὴν 25ην Μαρτίου

Εἰς τὴν 25ην Μαρτίου
Διονύσιος Ψαριανός (Μητροπολίτης Σερβίων καί Κοζάνης (+))





Μαζὶ μὲ τὰς ἄλλας ὁμιλίας, ποὺ θὰ γίνουν σήμερον καὶ θὰ ἀκουσθοῦν ἐντὸς τῶν ἱερῶν ναῶν, ἂς ἀκουσθῆ παρακαλῶ καὶ ἡ ὁμιλία αὐτή, ἀφοῦ ἄλλως τε μᾶς παρέχεται ὁ χρόνος μέχρι τῆς ὥρας τῆς Δοξολογίας κατὰ τὸ ἐπίσημον πρόγραμμα. Οἱ περισσότεροι ἀπὸ τοὺς ὁμιλητὰς εἶναι μᾶλλον βέβαιον ὅτι θὰ ἀγνοήσουν καὶ τὸν χῶρον τῆς Ἐκκλησίας ἐντός τοῦ ὁποίου θὰ ὁμιλήσουν καὶ τὴν συμβολὴν τῆς Ἐκκλησίας εἰς τὸ γεγονὸς τὸ ὁποῖον ἑορτάζομεν. Διὰ τοῦτο ἔτι μᾶλλον θὰ πρέπει νὰ ἀκουσθῆ σήμερον ἐντός τοῦ ἱεροῦ αὐτοῦ χώρου, μία ὁμιλία ἡ ὁποία, ἔξω ἀπὸ ἰδεολογικὰς προκαταλήψεις, θὰ ἐκθέση μὲ συντομίαν τὴν θέσιν καὶ τὸ ἔργον τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας εἰς τὴν ζωὴν τοῦ νέου Ἑλληνισμοῦ, πρὸ καὶ μετὰ τὴν Ἑλληνικὴν Ἐπανάστασιν, κυρίως δὲ κατὰ τὴν διάρκειαν αὐτῆς.

Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία διεδραμάτισε πράγματι σπουδαῖον πρόσωπον ὄχι μόνο εἰς τὴν διάσωσιν τῆς πίστεως τοῦ λαοῦ, τῆς ἐθνικῆς συνειδήσεως καὶ τῆς γλώσσης, ἀλλὰ καὶ εἰς τὴν προετοιμασίαν τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπαναστάσεως, εἰς τὴν ὁποίαν ἐνεργῶς συμμετέσχε μὲ πολλὰς καὶ μεγάλας θυσίας. Ἀλλὰ ἡ Ἑλληνικὴ Ἐπανάστασις εἶχε τὸ ἀτύχημα διὰ τὸ Ἔθνος νὰ συμπέση εἰς τὰς ἀρχὰς τοῦ παρελθόντος αἰῶνος καὶ μετὰ τὴν Γαλλικὴν Ἐπανάστασιν, εἰς τοὺς χρόνους δηλαδὴ τοῦ διαφωτισμοῦ καὶ τῆς ἀρνήσεως, αἱ ἰδέαι τῶν ὁποίων δυσμενῶς ἐπέδρασαν ἐπὶ τοῦ ἀναγεννωμένου Ἑλληνικοῦ Ἔθνους. Τὴν ἑπομένην τῆς μεγάλης Ἐπαναστάσεως ἡ Ἐκκλησία ὡς θεσμὸς καὶ ὁ ἱερὸς Κλῆρος, ὡς πνευματικὸς ὁδηγὸς τοῦ λαοῦ, ὄχι μόνον ἠγνοήθησαν, ἀλλὰ καὶ θετικῶς ἀπεκλείσθησαν ἀπὸ τὴν ζωὴν τοῦ νέου Κράτους.

Οἱ ἐχθροί του Ἔθνους καὶ τῆς Ἐκκλησίας ἐδυσφήμησαν καὶ ἐσυκοφάντησαν τὸν ἱερὸν Κλῆρον, πολλοὶ δὲ καὶ ἐκ τῶν διανοουμένων μας μετὰ τὴν Ἐπανάστασιν ἐπὶ ἑκατὸν πενήντα τώρα χρόνια, προσκατειλημμένοι καὶ αὐτοὶ κατὰ τῆς Ἐκκλησίας καὶ ποτισμένοι μὲ τὸ πνεῦμα τῆς ἀρνήσεως, ἔφθειραν ὄχι ὀλίγον τὸ αἴσθημα τοῦ ὀρθοδόξου Ἑλληνικοῦ λαοῦ, τὸν ὁποῖον ἐζήτησαν νὰ ἀποκόψουν ἀπὸ τὴν παράδοσίν του καὶ τὴν πατρώαν εὐσέβειαν.

Ἀλλ’ ἂν θὰ εἶχε κανεὶς νὰ κατηγορήση τὴν Ἐκκλησίαν, θὰ ἔλεγεν ὅτι πολλάκις τὸν τελείως δευτερογενῆ δι’ αὐτὴν ἐθνικὸν σκοπὸν ἔθεσεν ὑπεράνω τῶν καθαρῶς θρησκευτικῶν καὶ πνευματικῶν της ἔργων καὶ τοῦ ἰδίου της συμφέροντος. Ἀλλ’ ἀκριβῶς διὰ τοῦτο ὄχι νὰ κατηγορήσωμεν τὴν Ἐκκλησίαν δὲν ἔχομεν, ἀλλὰ καὶ oἱ Ἕλληνες καὶ ὅλοι οἱ βαλκανικοὶ λαοὶ αἰώνιον ὀφείλομεν εἰς αὐτὴν εὐγνωμοσύνην διὰ τὴν κένωσιν αὐτῆς καὶ τὰς θυσίας της ὑπὲρ τοῦ Ἔθνους. Συνήθως ὁμιλοῦμε περὶ τῶν ὑπηρεσιῶν τοῦ ὀρθοδόξου Κλήρου καὶ τῆς Ἐκκλησίας πρὸς τὸ Ἔθνος ἀπὸ τῆς ἑπομένης τῆς ἁλώσεως μέχρι τῆς Ἐπαναστάσεως, καὶ ἐννοοῦμεν τί προσέφερεν αὐτὴ εἰς πρόσωπα καὶ εἰς ἄψυχον ὑλικὸν ἀλλ’ εἶναι μεγαλυτέρας ἄξιας, ἠθικῆς καὶ πνευματικῆς ἡ ζημία τὴν ὁποίαν αὕτη ὑπέστη, κενώσασα ἑαυτὴν καὶ ἄρασα τὸν βαρὺν σταυρόν, ὄχι πλέον τοῦ σωματικοῦ, ἀλλὰ τοῦ ψυχικοῦ μαρτυρίου.

Θὰ ἦτο βεβαίως ὑπερβολὴ καὶ ἄγνοια τῆς Ἱστορίας, ἐὰν ἐλέγομεν ὅτι ὁ ἱερὸς ἀγὼν τῶν Ἑλλήνων πρὸς ἀνάκτησιν τῆς ἐλευθερίας ὑπῆρξεν ἔργον μόνον τῆς Ἐκκλησίας καὶ τοῦ ἱεροῦ Κλήρου. Σύσσωμον τὸ Ἔθνος ἐξεσηκώθη πρὸς ἀποτίναξιν τοῦ βαρβαρικοῦ ζυγοῦ τῆς δουλείας· οἱ Πατριάρχαι, οἱ ἐπίσκοποι, οἱ παπάδες, οἱ καλόγηροι, οἱ διδάσκαλοι, οἱ ἔμποροι, οἱ ἁρματολοί, οἱ ὁπλαρχηγοί, οἱ καραβοκύρηδες, οἱ πυρποληταί, ὅλοι αὐτοὶ ἦσαν ἡ Ἐκκλησία, ὅλοι ἦσαν ἄνδρες πίστεως, καὶ ἦτο αὐτὴ ἡ πίστις ποὺ τοὺς ὥπλιζε μὲ ὑπομονήν, μὲ ἐλπίδα, μὲ εὐψυχίαν, μὲ πνεῦμα θυσίας. Κέντρον καὶ συνισταμένη τοῦ ἐθνικοῦ βίου ὑπὸ τὸν ζυγὸν τῆς δουλείας ὑπῆρξε πάντοτε ἡ Ἐκκλησία, ὄχι τόσον ὡς μία ἐξουσία ἐπὶ τοῦ λαοῦ καὶ ὀργάνωσις, ὅσο ὡς μία ἐσωτερικὴ πνοὴ καὶ δύναμις, ζωοποιοῦσα τὸ ἐθνικὸν σῶμα, ἑνοῦσα τὰ μέλη αὐτοῦ διὰ τῆς κοινῆς πίστεως καὶ συντονίζουσα τὰς ἐνεργείας του. Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία εἶναι ὁ λαὸς τοῦ Θεοῦ.

Εἶναι δὲ αὐτὸ ἀκριβῶς ἡ ἱστορικὴ νεοελληνικὴ πραγματικότης, ἥτις ἀγνοεῖται κατ’ ἐπηρεασμὸν ξένων ἰδεολογικῶν σχημάτων τῆς νεωτέρας ἐποχῆς. Ἀλλ’ ὁ ἐθνικὸς βίος τῶν Ἑλλήνων καὶ ἡ Ἑλληνικὴ Ἐπανάστασις δὲν εἶναι ἔκφρασις κάποιας ἰδεολογίας, ἀλλὰ ἡ συνέχεια καὶ διατήρησις τῆς παραδόσεως τῆς φυλῆς, ἡ ὁποία παράδοσις εἶναι ἀδιάσπαστος, ἑνιαία καὶ κοινή, παράδοσις ἐθνικὴ καὶ ἐκκλησιαστική. Κάποιοι, ποὺ ἐπαναλαμβάνουν κοινοὺς τόπους, εἶδαν τὴν Ἑλληνικὴν Ἐπανάστασιν ὡς μίαν λεπτομέρειαν εἰς τὴν ἱστορίαν τῆς Εὐρώπης κατ’ ἐπίδρασιν καὶ ὡς προέκτασιν τῆς Γαλλικῆς Ἐπαναστάσεως. Ἀλλὰ ἡ Ἑλληνικὴ Ἐπανὰστασις τοῦ 1821 δὲν εἶναι ἡ πρώτη μετὰ τὸ 1453, ἡ ὁποία ἐπερίμενε τὴν Γαλλικὴν Ἐπανάστασιν διὰ νὰ τὴν μιμηθῆ. Ἔπειτα δὲ ὁ χαρακτὴρ τῶν δύο ἐπαναστάσεων εἶναι ὁλωσδιόλου διάφορος καὶ ἀντίθετος. Ἡ Γαλλικὴ Ἐπανάστασις εἶναι ἐπανάστασις κοινωνική, ἀντιεκκλησιαστικὴ καὶ ἀντιχριστιανικὴ· ἡ Ἑλληνικὴ Ἐπανάστασις εἶναι ἐπανάστασις ἐθνική, εἰς τὴν ὁποίαν ἐπρωτοστάτησεν ἡ Ἐκκλησία καὶ ὁ Κλῆρος. Δὲν εἶναι βέβαια δυνατὸν νὰ ἀναπτύξωμεν ἐδῶ ὅσον πρέπει τὸ θέμα τοῦτο, νὰ ἀνασκευάσωμεν θέσεις καὶ νὰ διαλύσωμεν προκαταλήψεις, ἀλλὰ τοῦτο μόνον εἶναι ἀνάγκη νὰ λεχθῆ, ὅτι ἡ νεοελληνικὴ ἱστορικὴ πραγματικότης ἔχει ἕνα ἰδικὸν της πραγματικὸν καὶ οὐσιαστικὸν περιεχόμενον, ἔξω ἀπὸ σχήματα καὶ ἰδεολογίας, αἱ ὁποῖαι συνετάραξαν τὴν Εὐρώπην καὶ συνταράσσουν ἤδη ὅλον τὸν κόσμον. Ἡ ρωμιοσύνη, μετὰ τὴν διάλυσιν τοῦ κράτους καὶ τὴν ἅλωσιν τῆς πόλεως, συνεσπειρώθη ὡς Ἐκκλησία καὶ ὡς Ἔθνος καὶ ἔζησε μὲ τὸ ὅραμα τῆς ἀναστάσεως τοῦ Γένους. Ὁ ἥρως καὶ μάρτυς βασιλεύς, ποὺ ἔπεσε τελευταῖος ὑπερασπιστὴς τῆς βασιλευούσης, εἶναι ὁ ὑπνώσας διὰ νὰ ἀναστῆ, καθὼς ἀκριβῶς ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς ἀπέθανε καὶ ἀνέστη.

Ἀλλὰ μετὰ τὴν Ἑλληνικὴν Ἐπανάστασιν ὁ πολιτικὸς καὶ δημόσιος βίος μας ἤρχισε νὰ θεμελιώνεται ἔξω ἀπὸ τὴν παράδοσιν τοῦ Γένους, ἡ ὁποία τὸ ἐκράτησεν ὀρθὸν εἰς τὴν αἰχμαλωσίαν του καὶ τὸ ὡδήγησεν εἰς τὸν μεγάλον ξεσηκωμόν. Ἠκολούθησαν βέβαια τὰ νεώτερα κατορθώματα τῆς φυλῆς, ἀκόμη δὲ καὶ αἱ ἐθνικαὶ συμφοραί, καὶ ὅλα αὐτὰ ὡς μία συνέχεια καὶ προέκτασις πρὸς ὁλοκλήρωσιν τοῦ ἔργου τῆς μεγάλης Ἐπαναστάσεως· ἐν τούτοις αἰσθανόμεθα ὅτι εἴμεθα ἔξω ἀπὸ τὸ πνεῦμα τοῦ ἱεροῦ Ἀγῶνος.
Αὐτὸ τὸ πνεῦμα, ὡς τεκμήριον τῶν ἠθικῶν δυνάμεων αἵτινες ἐκίνουν τὸν ἱερὸν Ἀγώνα, τὸ βλέπομεν εἰς τὸν λόγον αὐτῶν τούτων τῶν ἀγωνιστῶν, ὅστις εἶναι λόγος ζωῆς. Τὰ Ἀπομνημονεύματα τῶν ἀγωνιστῶν εἶναι μία πρώτη πηγὴ ζωντανοῦ λόγου καὶ καθαρᾶς ἱστορικῆς ἀληθείας, ὅσον καὶ ἂν δὲν θὰ πρέπει νὰ ἔχωμεν ἀπόλυτον ἐμπιστοσύνην εἰς ἀνθρώπους, ποὺ γράφουν πάντοτε μὲ κέντρον τὸ πρόσωπόν των καὶ τὴν ἰδικὴν των δρᾶσιν.

Ἀναγινώσκομεν ἐπὶ παραδείγματος εἰς τὰ Στρατιωτικὰ Ἐνθυμήματα τοῦ Κοζανίτου Νικολάου Κασομούλη·

«Ἡ Ἑλληνικὴ γλῶσσα, ὁ χαρακτὴρ καὶ τὰ ἔθιμα τοῦ Ἑλληνικοῦ λαοῦ, μετὰ τὴν πτῶσιν τοῦ βασιλείου μας, ἐδιατηρήθησαν ὑπὸ τὴν ἐπαγρύπνησιν τοῦ κλήρου μας... καὶ διὰ τῆς κοινῆς εὐλαβείας πρὸς τὴν ἁγίαν ἡμῶν θρησκείαν» (1).

Πόση πράγματι ἀμφισβήτησις καὶ πόση ἀνίερος πολεμικὴ δὲν ἔγινε περὶ τὸ σημεῖον τοῦτο, ὄχι μόνον ἀπὸ τοὺς ξένους, ποὺ δὲν ἐνόησαν ποτὲ τὴν Ὀρθοδοξίαν καὶ τὸ ἔργον τοῦ κλήρου μας, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τοὺς ἰδικούς μας, ποὺ ποτὲ δὲν ἐπίστευσαν ὡς ὀρθόδοξοι καὶ δὲν ἔζησαν ὡς Ἕλληνες.

Τὸ ποιὸς ἄνεμος ἤρχισε νὰ πνέη καὶ εἰς στὸν τόπον μας, ἀμέσως μόλις ἡ Ἑλλὰς ἔγινεν ἕνα μικρὸν ἐλεύθερον κράτος, τὸ βλέπομεν εἰς τὰ Ἀπομνημονεύματα τοῦ ἄλλου ἐκείνου ἀγωνιστοῦ, τοῦ Μακρυγιάννη, ποὺ εἰς μεγάλην ἡλικίαν ἐκάθησε καὶ ἔμαθεν ὀλίγα γράμματα, μόνον καὶ μόνον διὰ νὰ γράψη καὶ νὰ μᾶς ἀφήση τὴν πείρα του· «Ὅ,τι τοὺς λές. Ἡ θρησκεία δὲν εἶναι τίποτας», γράφει μὲ τὸ ἐπιγραμματικόν του ὕφος, τὸ μοναδικὸν καὶ ἀνεπανάληπτον εἰς τὴν νεοελληνικὴν λογοτεχνίαν. «Ἡ θρησκεία δὲν εἶναι τίποτας» εἶναι ἡ ἀπάντησις τῶν ἐλευθέρων λεγομένων πνευμάτων καὶ τῶν ξεριζωμένων ἀνθρώπων, ποὺ δὲν καταδέχονται νὰ ἔχουν τὴν πίστιν τοῦ λαοῦ. Ὁ ἀγωνιστὴς Μακρυγιάννης μὲ τὴν πείραν του καὶ μὲ τὰ πέντε τραύματά του εἰς τὸν ἀγώνα τοῦ Ἔθνους εἶχεν ἄλλην γνώμην, ποὺ δὲν εἶναι ἁπλῶς γνώμη, ἀλλὰ πίστις καὶ βίωμα καὶ πραγματικότης. «Ἡ πατρίδα τοῦ κάθε ἀνθρώπου καὶ ἡ θρησκεία εἶναι τὸ πᾶν», γράφει καὶ ὁμιλεῖ δι’ αὐτοῦ ἡ ἱστορία καὶ ἡ παράδοσις τοῦ Ἔθνους ἀπὸ τὴν πανάρχαιον ἐποχήν, ὡς μαρτυρία ὅτι «χωρὶς ἀρετὴ καὶ πόνο εἰς τὴν πατρίδα καὶ πίστη εἰς τὴν θρησκείαν ἔθνη δὲν ὑπάρχουν».

Οἱ Τοῦρκοι ἀντελήφθησαν καλύτερον ἀπὸ τοὺς Ἕλληνας τὴν θέσιν καὶ τὴν σημασίαν τῆς Ἐκκλησίας εἰς τὴν ἐθνικήν μας ὑπόθεσιν. Ἤξευραν οἱ Τοῦρκοι διατὶ ὡδήγησαν εἰς τὴν ἀγχόνην ἤ ἔπνιξαν εἰς τὴν θάλασσαν ἤ ἀπεκεφάλισαν ἕνδεκα Πατριάρχας. Ἤξευραν διατὶ ἐθανάτωσαν ἑκατὸν περίπου ἐπισκόπους· τοὺς ἐξέδειραν, τοὺς ἀνεσκολόπισαν, τοὺς ἀπηγχόνισαν, τοὺς ἀπεκεφάλισαν, τοὺς διεμέλισαν, σύροντες αὐτοὺς εἰς τὸν δρόμον. Εἰς ἕξ χιλιάδας ἀναβιβάζει ξένος περιηγητὴς τοὺς θανατωθέντας λειτουργούς τῆς Ἐκκλησίας κατὰ τὸ χρονικὸν διάστημα τοῦ ἱεροῦ ἀγῶνος, ἄλλοι δὲ ὑπολογίζουν αὐτοὺς εἰς ἔτι περισσοτέρους.

Ἕνας ποὺ ἀντελήφθη τὴν θέσιν τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὴν σημασίαν της εἰς τὸν ἐθνικόν μας βίον, «πολὺ βαθύτερον παρ’ ὅσον οἱ παρ’ ἡμῖν τὰ ξένα ἀνοήτως πιθηκίζοντες ἀντιπρόσωποι τοῦ ἀντικληρικοῦ πνεύματος», ὑπῆρξεν ὁ πρῶτος κυβερνήτης τῆς Ἑλλάδος Ἰωάννης Καποδίστριας. Ὅ,τι πράγματι ἐχαρακτήριζε τὸν Κυβερνήτην ἦτο «ἡ πεφωτισμένη πίστις εἰς τὸν Θεὸν καὶ ἡ ἀκλόνητος αὐτοῦ εἰς τὴν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν ἀφοσίωσις». Ὅθεν, πρὶν ἀκόμη καταβῆ εἰς τὴν Ἑλλάδα, ἔγραφεν εἰς ἐπιστολήν του ὅτι «τὸ πρώτιστον καὶ οὐσιωδέστατον τῶν καθηκόντων τῆς Ἑλληνικῆς Κυβερνήσεως εἶναι νὰ παράσχη εἰς τὸ Ἔθνος τὴν διδασκαλίαν τῆς πίστεως». Τῶν δὲ ποιμένων τῆς Ἐκκλησίας τὸ ἔργον ἔβλεπεν ἤδη, μετὰ τὰς ἡμέρας τοῦ πολέμου, ὡς ἔργον πνευματικῆς διοικήσεως καὶ οἰκοδομῆς τῶν χριστιανῶν, οἵτινες ἔπρεπε νὰ στηριχθοῦν «μὲ τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ καὶ μὲ τῆς Ὀρθοδοξίας τὴν ἀληθῆ ἄγκυραν». Ἡ ἐγκύκλιός του πρὸς τὸν ἱερὸν Κλῆρον εἶναι κείμενον προφητικῆς πνοῆς καὶ ἀποστολικοῦ ὕφους. «Λαλήσατε», γράφει, «εἰς τὰς καρδίας τοῦ λαοῦ τὸν νόμον τοῦ Θεοῦ, ὀρθοτομοῦντες τὸν λόγον τῆς ἀληθείας· κηρύξατε τὴν εἰρήνην εὐαγγελίσασθε τὴν ὁμόνοιαν διδάξατε τὴν φιλαδελφίαν, τὴν πρὸς ἀλλήλους ἀγάπην, ἵνα ὦσιν οἱ πάντες ἕν ἐν Χριστῷ· στηρίξατε τὰς καρδίας τῶν πιστῶν εἰς τὰ θεία δόγματα· ἐμπνεύσατε εἰς αὐτοὺς τὸν φόβον τοῦ Θεοῦ, τὴν ἀγάπην πρὸς τὸν πλησίον καὶ τὴν ὑποταγὴν εἰς τὰς Ἀρχάς...».

Ἀλλὰ τὸ ἔργον τοῦ μεγάλου ἐκείνου Κυβερνήτου τῆς Ἑλλάδος, ὅστις ἠθέλησε νὰ θεμελίωση τὸν κοινωνικὸν καὶ πολιτικὸν βίον τοῦ νέου Ἑλληνικοῦ Κράτους ἐπὶ τῆς ὀρθοδόξου ἐκκλησιαστικῆς παραδόσεως τοῦ Ἔθνους, διεκόπη ἀποτόμως, ὅτε τὴν 27ην Σεπτεμβρίου τοῦ 1831 ἐδολοφονειτο εἰς τὸ Ναύπλιον πρὸ τοῦ ναοῦ τοῦ Ἁγίου Σπυρίδωνος, καθ’ ἥν ὥραν μετέβαινεν εἰς τὴν θείαν Λειτουργίαν.

Μετέπειτα ἄλλοι ἄνθρωποι, ξένοι καὶ ἰδικοί μας, ἔδωκαν ἄλλην γραμμὴν εἰς τὴν διοίκησιν τῶν πολιτικῶν καὶ ἐκκλησιαστικῶν πραγμάτων τοῦ τόπου μας, ὥστε ἐπὶ ἑκατὸν πενήντα χρόνια νὰ εἴμεθα σχεδὸν ἀποκεκομμένοι ἀπὸ τὴν πνευματικὴν καὶ ἐθνικήν μας παράδοσιν. Ἡ παράδοσις αὐτὴ ἀναμφιβόλως εἶναι παράδοσις ἐκκλησιαστική, εἶναι μνήμη καὶ ζωὴ τῆς ἀνατολικῆς Ὀρθοδοξίας, ποὺ στηρίζει φυλετικὰ τὴν τελευταίαν φάσιν τῆς σημερινῆς ἐθνικῆς μας συγκροτήσεως. Ἐὰν δὲν ἀνατρέχωμεν εἰς αὐτὴν διαρκῶς καὶ ἂν δὲν τὴν διατηροῦμεν ἄσβεστον, μετατοπιζόμεθα καὶ γινόμεθα κοσμοπολιται οὑμανισταί, θύματα τοῦ περίφημου Διαφωτισμοῦ, ἀφελληνιζόμεθα καὶ ἀποδιώκομεν κατὰ τρόπον ἀγνώμονα τὰς ἡρωϊκὰς καὶ ζωντανὰς πηγὰς τῆς ὑποστάσεώς μας.

Εἰς τὰς 5 Ἀπριλίου τοῦ 1920, Κυριακήν τοῦ Θωμᾶ, ἕνας διαπρεπὴς ὀρθόδοξος ἱεράρχης καὶ θεολόγος τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας, ὁ Ἀντώνιος Μητροπολίτης Κιέβου, βαστάζων ἐν τῷ σώματι αὐτοῦ τὰ στίγματα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ ἐλειτούργησε καὶ ἐκήρυξεν εἰς τὸν Μητροπολιτικὸν ναὸν τῶν Ἀθηνῶν, καὶ μεταξὺ τῶν ἄλλων εἶπε τὰ ἑξῆς· «Εἴθε ὁ Ἑλληνικὸς λαὸς ἐν τῇ ἐλευθερίᾳ αὐτοῦ... νὰ διατήρησῃ πάντας τοὺς θησαυροὺς τοῦ πνεύματος, τοὺς ὁποίους δὲν κατεδαπάνησεν, ἀλλ’ ἐπηύξησεν ἐν ταῖς ἡμέραις τῶν θλίψεων καὶ κατὰ τοὺς αἰῶνας τῆς δουλείας...».

Εἴθε, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί. Αὐτὴν τὴν εὐχὴν ἐπαναλαμβάνομεν καὶ ἡμεῖς σήμερον, ὅτε Ἐκκλησία καὶ Ἔθνος ἑορτάζομεν τὴν ἐπέτειον τῆς μεγάλης Ἑλληνικῆς Ἐπαναστάσεως. Ἀμήν.

† ὁ Σ.Κ.Δ.

* Ἐλέχθη στὸν Μητροπολιτικὸ Ἱ. Ν. τοῦ ἁγίου Νικολάου Κοζάνης στὶς 25 Μαρτίου 1982.
πηγη Αγια  Ζωνη

Γιατί ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ ἦλθε ὡς ἄνθρωπος;

Γιατί ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ ἦλθε ὡς ἄνθρωπος;
Ἅγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς (Ἐπίσκοπος Ἀχρίδος)
 


Στὴν ἐρώτηση «Γιατί ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ νὰ ἐμφανιστεῖ στὴ γῆ μὲ ἀνθρώπινο σῶμα καὶ ὄχι μὲ ἄλλη μορφή;» ὁ σοφὸς ἅγιος Ἀθανάσιος ἔδωσε τὴν ἀκόλουθη ἀπάντηση:

«Ἂν ρωτοῦν γιατί δὲν ἐμφανίστηκε μὲ κάποια ἄλλη, καλύτερη, μορφὴ δημιουργίας, λ,χ. ὡς ἥλιος ἢ φεγγάρι ἢ ἄστρο ἢ φωτιὰ ἢ ἄνεμος – ἀλλὰ ἁπλῶς ὡς ἄνθρωπος, ἂς μάθουν ὅτι ὁ Κύριος δὲν ἦλθε γιὰ νὰ προβάλει τὸν ἑαυτό Του, ἀλλὰ γιὰ νὰ θεραπεύσει καὶ νὰ διδάξει τοὺς πάσχοντες. Ἂν ἐρχόταν στὸν κόσμο ἀποκαλύπτοντας τὸν ἑαυτό Του γιὰ νὰ καταπλήξει ὅσους τὸν ἔβλεπαν, τοῦτο θὰ σήμαινε ὅτι ἦρθε στὸν κόσμο γιὰ νὰ προβληθεῖ. Ἦταν ὅμως ἀπαραίτητο γιὰ τὸν Θεραπευτὴ καὶ Διδάσκαλο ὄχι μόνον νὰ ἔλθει στὸν κόσμο, ἀλλὰ καὶ νὰ τὸν ὑπηρετήσει πρὸς ὄφελος ὅλων τῶν πασχόντων καὶ ν’ ἀποκαλύψει τὸν ἑαυτὸ Του κατὰ τρόπο, ποὺ ἡ ἀποκάλυψη αὐτὴ νὰ ἦταν ὑποφερτὴ ἀπὸ τοὺς πάσχοντες.

Οὔτε ἕνα πλάσμα τῆς κτιστῆς δημιουργίας δὲν ἐξέπεσε στὰ μάτια τοῦ Θεοῦ, ἐκτὸς ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο – οὔτε ὁ ἥλιος, οὔτε τὸ φεγγάρι, οὔτε τὰ ἄστρα, οὔτε τὸ νερό, οὔτε ὁ ἄνεμος πρόδωσαν τὸ Δημιουργό τους. Ἀπεναντίας ὅλα τὰ πλάσματά Του, γνωρίζοντας τὸ Δημιουργὸ καὶ Βασιλέα τους, τὸ Θεὸ Λόγο, παρέμειναν ὅπως Ἐκεῖνος τὰ εἶχε δημιουργήσει. Μόνον τὰ ἀνθρώπινα πλάσματα ξεχώρισαν ἑαυτοὺς ἀπὸ τὸ καλὸ καὶ ἀντικατέστησαν τὴν ἀλήθεια μὲ τὸ ψεῦδος· καὶ τὴν τιμὴ καὶ δόξα ποὺ ἀνήκουν στὸ Θεό, καθὼς καὶ τὴ γνώση περὶ Αὐτοῦ, τὴ μετέθεσαν σὲ δαίμονες καὶ σὲ ὁμοιώματα ἀνθρώπων καμωμένα ἀπὸ πέτρα, δηλαδὴ σὲ εἴδωλα. Συνεπῶς, τί τὸ ἀπίστευτο ὑπάρχει στὸ γεγονὸς ὅτι ὁ Θεὸς Λόγος ἐμφανίστηκε ὡς ἄνθρωπος στὸν κόσμο, γιὰ νὰ σώσει τὸ γένος τῶν ἀνθρώπων;». Πράγματι καὶ ἐμεῖς τώρα ρωτᾶμε τοὺς ἀπίστους τοῦ καιροῦ μας: «Μὲ ποιὰ μορφὴ θὰ θέλατε νὰ ἐμφανιστεῖ ὁ Θεός, ἂν ὄχι ὡς ἄνθρωπος;».
 πηγη  Αγια  Ζωνη

Δευτέρα 23 Μαρτίου 2015

Συγγνώμη


Συγγνώμη
π. Ανδρέα Αγαθοκλέους
Όσο η ανθρώπινη ατέλεια θα υπάρχει, οι συγκρούσεις θα είναι δεδομένες. Κυρίως με τα πρόσωπα που είναι κοντά μας, που συνδεόμαστε, που αγαπούμε ακόμα. Όχι γιατί το θέλουμε τόσο όσο γιατί ο εγωισμός «διεκδικεί τα δικαιώματά του».
Η θεώρηση ενός γεγονότος δεν είναι η ίδια σε όλους. Άλλος το ερμηνεύει έτσι και άλλος αλλιώς. Το δίκαιο δεν είναι πάντα ξεκάθαρο. Για να το διακρίνεις χρειάζεται να βγεις από τον εαυτό σου και να το δεις με τα μάτια του άλλου. Δεν είναι εύκολο αυτό, γιατί υπάρχει ενδεχόμενο να επιβεβαιωθεί το λάθος σου. Όμως λυτρώνεσαι όχι μόνο από την πλάνη, αλλά και από το «ίδιον θέλημα» που σ’ απομονώνει και γι’ αυτό σε θανατώνει.
Αναφέρεται στο Γεροντικό για δύο μοναχούς που ζούσαν για χρόνια απλά και αγαπημένα. Ένα απόγευμα μετά τον Εσπερινό, καθισμένοι στην αυλή του Ησυχαστηρίου τους είδαν ένα πουλί να κάθεται στο ψηλό δέντρο.
-Τι ωραίο χελιδόνι! Είπε ο ένας.
- Μα είναι κόρακας! Απάντησε ο άλλος.
- Δεν βλέπεις καλά. Είναι χελιδόνι.
- Μήπως εσύ δεν βλέπεις καλά; Είναι κόρακας.
Σε λίγο βρισκόταν ο καθένας με εμμονή στη δική του θεώρηση, γι’ αυτό και σε αντιπαλότητα. Έφτασαν στο σημείο να συγκρουστούν και να χωρίσουν οι δρόμοι τους. Μετά από καιρό ο ένας από αυτούς συνάντησε τον αγιασμένο ερημίτη, που βρισκόταν στην περιοχή και του ανέφερε το περιστατικό. Πήρε την εξήγηση:
-        Ο διάβολος, που δεν θέλει την ενότητα και την αγάπη μεταξύ των ανθρώπων έκανε ώστε να βλέπει ο καθένας αυτό που ισχυριζόταν. Το σχέδιό του, για να σας διασπάσει, πέτυχε!
Συνειδητοποιώντας το αμάρτημά του βρήκε τον αδελφό του και βάζοντάς του μετάνοια ζήτησε συγχώρεση.
Δεν είναι λίγες οι φορές που παθαίνουμε το ίδιο. Ωστόσο, αν το να αμαρτάνουμε είναι ανθρώπινο, η εμμονή στην αμαρτία είναι η κατάφαση στη διαβολική κυριαρχία μέσα μας. Το «συγγνώμη» γίνεται η αποτίναξη αυτής της κυριαρχίας και η δυνατότητα της ελευθερίας.
Τι να κάνεις, αλήθεια, το δίκαιό σου, όταν χαλάσεις τη σχέση σου με το συνάνθρωπό σου; Ποιο «δίκαιο» μπορεί να σου δώσει χαρά και ζωή; Γιατί άλλο να αισθανθείς ικανοποίηση με τη «νίκη σου κατά του αντιπάλου» και άλλο να γεμίσει η καρδιά σου με ευρυχωρία και ανάπαυση. Δεν είναι πιο λογικό να θέλεις τα ανώτερα βιώματα; Δεν είναι καλύτερα να αδικηθείς και να νιώσεις ενότητα, παρά να δικαιωθείς και να απομονωθείς;
Το «συγγνώμη» και το «συγχώρα με», που ο Χριστός μάς καλεί να ζητάμε, μας οδηγεί στο δικό Του κόσμο, όπου η ειρήνη της καρδίας και η γλυκύτητα της παρουσίας Του κάνουν πραγματικότητα την «εντός ημών Βασιλεία» Του. Να γιατί είπε ότι «η Βασιλεία του Θεού εντός ημών εστι» και ότι χαρίζεται σ’ όσους μπορούν να συγχωρούν, όπως Εκείνος, να αγαπούν όπως Εκείνος, να πορεύονται δηλαδή όπως Εκείνος.
ΠΗΓΗ  ΙΣ.ΑΓ.ΤΡΙΑΔΟΣ

Τὶ σημαίνει νὰ ἀνήκω στὴν Ἐκκλησία;

Τὶ σημαίνει νὰ ἀνήκω στὴν Ἐκκλησία;
Ἱερεμίας Φούντας (Μητροπολίτης Γόρτυνος καὶ Μεγαλουπόλεως)



- Ἐρ.: Ἂν κανεὶς πιστεύει στὸν Χριστό, διαβάζει τὸ Εὐαγγέλιο, ἀλλὰ δὲν θέλει νὰ ἀνήκει στὴν Ἐκκλησία, δὲν εἶναι καλὸς χριστιανός;

Ἀπ.: Ὄχι! Χριστιανισμὸς δὲν σημαίνει νὰ πιστεύουμε θεωρητικὰ μερικὰ πράγματα, ἀλλὰ νὰ ζοῦμε μέσα στὴν Ἐκκλησία. Παραθέτουμε ὅσα πολὺ ὡραῖα γράφει σχετικὰ ὁ Φλορόφσκυ: «Ὁ Χριστιανισμὸς ἐξ ἀρχῆς ὑπῆρχεν ὡς συγκεκροτημένη πραγματικότης, ὡς κοινότης. Τὸ νὰ εἶναι κανεὶς Χριστιανὸς ἐσήμαινεν ἀκριβῶς τὸ νὰ ἀνήκῃ εἰς τὴν κοινότητα. Κανεὶς δὲν ἠμποροῦσε νὰ εἶναι Χριστιανὸς ἀπὸ μόνος του, ὡς ἀπομονωμένον ἄτομον, ἀλλὰ μόνον μαζὶ μὲ τοὺς "ἀδελφούς", εἰς συνάφειαν μὲ αὐτούς. Unus Christianus - nullus Chtistianus. Ἡ προσωπικὴ πεποίθηση ἤ ἀκόμη ἕνας κανὼν ζωῆς δὲν καθιστοῦν τὸ ἄτομον Χριστιανόν. Ἡ χριστιανικὴ ὕπαρξις προϋποθέτει ἐν-σωμάτωσιν, συμμετοχὴν εἰς τὴν κοινότητα.

Αὐτὸ πρέπει εὐθὺς ἀμέσως νὰ προσδιορισθῆ: εἰς τὴν ἀποστολικὴν κοινότητα, δηλαδὴ εἰς μίαν κοινωνίαν μὲ τοὺς Δώδεκα καὶ τὸ μήνυμά των. Ἡ χριστιανικὴ "κοινότης" συνεκλήθη καὶ συνετάγη ἀπὸ τὸν ἴδιον τὸν Ἰησοῦν κατὰ τὰς ἡμέρας τῆς ἐν σαρκὶ ζωῆς του, καὶ ἀπὸ αὐτὸν τῆς ἐδόθη ἕνας, ἔστω καὶ προσωρινός, καταστατικὸς χάρτης διὰ τῆς ἐκλογῆς καὶ τοῦ διορισμοῦ τῶν Δώδεκα, ποὺ τοὺς ἔδωσε τὴν ὀνομασίαν, ἤ μᾶλλον τὸν τίτλον τῶν "Ἀποστόλων", διότι ἡ "ἀποστολὴ" τῶν Δώδεκα δὲν ἦταν μόνον μία ἁπλὴ ἀποστολή, ἀλλ' ἀκριβῶς μία ἐντολὴ ποὺ δι' αὐτὴν περιεβλήθησαν μὲ "ἐξουσίαν" (Μκ. 3, 15• Μθ. 10, 1• Λκ. 9, 1). Ἐν πάσῃ περιπτώσει, ὡς διορισμένοι "μάρτυρες" τοῦ Κυρίου (Λκ. 24, 48• Πρ. 1, 8) μόνον οἱ Δώδεκα ἐδικαιοῦντο νὰ ἐξασφαλίζουν τὴν συνοχὴν τόσον τοῦ χριστιανικοῦ μηνύματος, ὅσον καὶ τῆς ζωῆς τῆς κοινότητος. Ἡ κοινωνία, ἑπομένως, μὲ τοὺς Ἀποστόλους ἀπετέλει βασικὸν σημεῖον τῆς πρώτης "Ἐκκλησίας τοῦ Θεοῦ" εἰς τὴν Ἱερουσαλὴμ (Πρ. 2, 42).

Χριστιανισμὸς σημαίνει "κοινὴ ζωή". Οἱ Χριστιανοὶ ὀφείλουν νὰ θεωροῦν ἀλλήλους ὡς "ἀδελφοὺς" (αὐτό, ἄλλωστε, ἦταν ἕνα ἀπὸ τὰ πρῶτα ὀνόματά τους), ὡς μέλῃ ἑνὸς σώματος, στενὰ συνδεδεμένα. Ἑπομένως ἡ ἐλεημοσύνη ἔπρεπε νὰ εἶναι τὸ πρῶτον σημεῖον, ἡ πρώτη ἀπόδειξις καὶ τεκμήριον αὐτῆς τῆς συναδελφώσεως. Δυνάμεθα νὰ εἴπωμεν ὅτι ὁ Χριστιανισμὸς εἶναι κοινότης, σῶμα, ἀδελφότης, "κοινωνία", coetus fidelium»



- Ἐρ.: Γιατί λέμε στὸ Σύμβολο τῆς πίστης μας νὰ πιστεύουμε στὴν Ἐκκλησία («Πιστεύω... εἰς μίαν... Ἐκκλησίαν»), ἀφοῦ ἡ Ἐκκλησία εἶναι ὁρατή, ὅπως τὴν καθορίσαμε, ἡ δὲ πίστη, ὅπως λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, εἶναι ἀπόδειξη πραγμάτων μὴ βλεπομένων; (βλ. Ἑβρ. 11, 1).

Ἀπ.: Πρῶτα-πρῶτα τὸ ρῆμα «πιστεύω», ποὺ λέμε στὸ Σύμβολο τῆς πίστης μας, ἔχει κυρίως τὴν ἔννοια «ἐμπιστεύομαι». Καὶ πρέπει, λοιπόν, νὰ ἐμπιστευόμαστε στὴν Ἐκκλησία, στὸν θεῖο αὐτὸν ὀργανισμὸ - Θεῖο ὀργανισμὸ καὶ ὄχι ἀνθρώπινη ὀργάνωση - στὸν ὁποῖο κατοικεῖ ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ. Ἀλλὰ ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ, ποὺ κατοικεῖ στὴν Ἐκκλησία καὶ σ' ὅσους καθαγιάζονται ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, δὲν εἶναι ὁρατή. Καὶ αὐτό, λοιπόν, τὸ ὅτι ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀόρατη, καθιστᾶ τὴν Ἐκκλησία ἀντικείμενο πίστης. Γιατί αὐτὴ εἶναι ταμιοῦχος τῆς ἀόρατης θείας Χάρης καὶ χρειάζεται πίστη γιὰ νὰ παραδεχτοῦμε κάτι ποὺ δὲν τὸ βλέπουμε.

Ἔπειτα ἡ Ἐκκλησία, ἂν καὶ ὁρατὴ μὲ τὴν ἔννοια ὅτι περιλαμβάνει ὅλους τοὺς ὀρθόδοξους χριστιανοὺς ποὺ ζοῦν πάνω στὴν γῆ, εἶναι ὅμως καὶ ἀόρατη, γιατί περιλαμβάνει καὶ ἐκείνους ποὺ ἔφυγαν ἀπ' αὐτὸν τὸν κόσμο μὲ πίστη καὶ ἁγιότητα καὶ βρίσκονται στὸν οὐρανό. Ἡ Ἐκκλησία, λοιπόν, ζεῖ καὶ ὑπάρχει καὶ στὸν οὐρανὸ καὶ στὴν γῆ καὶ εἶναι κατὰ μὲν τὴν μία ὄψη τῆς οὐράνια καὶ ἀόρατη, «θριαμβεύουσα Ἐκκλησία», ὅπως λέγεται, κατὰ δὲ τὴν ἄλλη ὄψη της ἐπίγεια καὶ ὁρατὴ καὶ ἱστορικὴ κοινωνία, «στρατευομένη Ἐκκλησία», ὅπως λέγεται. Καὶ ἡ ἐπὶ γῆς ὅμως στρατευόμενη καὶ ἡ εἰς τὸν οὐρανὸ θριαμβεύουσα Ἐκκλησία εἶναι μία κοινωνία ἁγίων.



- Ἐρ.: Ποῦ βασιζόμαστε στὴν ἁγία Γραφὴ γιὰ τὴν ἰδέα ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι ταυτόχρονα καὶ στὴν γῆ καὶ στὸν οὐρανό;

Ἀπ.: Σ' αὐτὰ τὰ λόγια τοῦ ἀποστόλου Παύλου ποὺ λέει στοὺς χριστιανούς: «Ἔχετε προσέλθει στὸ ὄρος τῆς Σιὼν καὶ στὴν πόλη τοῦ ζωντανοῦ Θεοῦ, τὴν ἐπουράνια Ἱερουσαλήμ, καὶ σὲ μυριάδες ἀγγέλων, σὲ πανήγυρη καὶ Ἐκκλησία τῶν πρωτοτόκων, οἱ ὁποῖοι εἶναι γραμμένοι στὸν οὐρανὸ καὶ στὸν Θεό, τὸν κριτὴ ὅλων καὶ στὰ πνεύματα τῶν δικαίων, ποὺ ἔχουν γίνει τέλειοι καὶ στὸν μεσίτη τῆς Νέας Διαθήκης, τὸν Ἰησοῦ» (Ἑβρ. 12, 22-24).



- Ἐρ.: Κατὰ τὰ παραπάνω μποροῦμε νὰ διαιρέσουμε τὴν Ἐκκλησία σὲ ἀόρατη καὶ ὁρατή;

Ἀπ.: Ὄχι, δὲν διαιρεῖται ἡ Ἐκκλησία. Παραθέτουμε σὲ μετάφραση τὰ ὅσα ὡραῖα γράφει πάνω σ' αὐτὸ τὸ ἐρώτημα ὁ δογματολόγος καθηγητὴς Ἰωάννης Καρμίρης: «Ἡ Ἐκκλησία δὲν πρέπει νὰ διαιρεῖται σὲ ἀόρατη καὶ ὁρατή. Γιατί ὑπάρχει μία καὶ μόνο μία Ἐκκλησία, ἀλλὰ ἀποτελεῖται ἀπὸ δυὸ ἀδιάσπαστα καὶ συνηνωμένα στοιχεῖα: Τὸ θεῖο καὶ πνευματικὸ καὶ ἀόρατο ἀφ' ἑνὸς καὶ τὸ ἀνθρώπινο καὶ ὑλικὸ καὶ ὁρατὸ ἀφ' ἑτέρου, ὅπως ἀκριβῶς στὸ Πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἑνώθηκαν ἀσυγχύτως ἡ θεία καὶ ἀνθρώπινη φύση. Ὅπως σ' ἕνα ζωντανὸ ὀργανισμὸ δὲν μπορεῖ νὰ χωριστεῖ ἡ ψυχὴ ἀπὸ τὸ σῶμα, τὸ πνευματικὸ ἀπὸ τὸ ὑλικὸ στοιχεῖο, ἔτσι καὶ στὴν Ἐκκλησία δὲν μπορεῖ νὰ χωριστεῖ τὸ θεῖο καὶ πνευματικὸ στοιχεῖο ἀπὸ τὸ ἀνθρώπινο καὶ ὑλικό, ποὺ εἶναι ἡ ἐξωτερικὴ ἐκδήλωση τοῦ πρώτου καὶ τὸ ἀναγκαῖο ὄργανο γιὰ τὶς σωτηριώδεις ἐνέργειες τῆς Ἐκκλησίας μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων.

Ἡ Ἐκκλησία, λοιπόν, ἀπὸ τὴ μία μεριὰ εἶναι θεῖο, πνευματικό, ἀόρατο καὶ αἰώνιο καθίδρυμα, ἀπὸ τὴν ἄλλη ὅμως μεριὰ εἶναι μία κοινωνία ἀνθρώπων περιγραπτὴ καὶ ἐμπειρικὴ καὶ ὁρατὴ καὶ ἱστορική. Καὶ εἶναι μὲν ἀόρατη ἡ Ἐκκλησία, γιατὶ ἀόρατη εἶναι ἡ κεφαλή της, ὁ Κύριος, καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ποὺ ἐνοικεῖ σ' αὐτὴ· ἀόρατη εἶναι ἡ ὑπάρχουσα σ' αὐτὴ θεία Χάρη, ποὺ δικαιώνει καὶ ἁγίαζει καὶ σῴζει. Περιλαμβάνει δὲ ἡ Ἐκκλησία καὶ τὸ ἀόρατο τμῆμα της στὸν οὐρανό, καὶ ἔτσι καὶ ἀπὸ τὰ δυό, καὶ τὸ οὐράνιο καὶ τὸ ἐπίγειο τμῆμα, συναποτελεῖται τὸ μυστικὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Γι' αὐτὸ ἡ Ἐκκλησία εἶναι μία πνευματικὴ ἑνότητα γιὰ τὴν μία θεία Κεφαλή της καὶ τὸ ἕνα Ἅγιο Πνεῦμα ποὺ τὴν κατευθύνει εἰς πᾶσαν τὴν ἀλήθεια. Εἶναι ὅμως συνάμα ἡ Ἐκκλησία καὶ ὁρατὴ καὶ περιγραπτὴ ὡς στρατευόμενη πάνω στὴν γῆ καὶ ἐπεργαζομένη τὴν σωτηρία τῶν ἀνθρώπων γιατί μὲ αἰσθητὰ σημεῖα μεταδίδει τὴν θεία Χάρη, ἔχει δὲ λατρεία καὶ ἐξωτερικὴ ὀργάνωση (στὴν ὁποία ἐνεργοῦν καὶ συνεργοῦν Θεὸς καὶ ἄνθρωποι) ἄρχοντες καὶ ἀρχόμενους, δηλαδὴ τὴν ποιμένουσα Ἱεραρχία καὶ τοὺς ποιμαινομένους πιστούς, ὅλους ἀδιακρίτως τοὺς εὐσεβεῖς καὶ τοὺς ἀσεβεῖς, τοὺς ἀγαθοὺς καὶ τοὺς ἁμαρτωλοὺς (Σύνοψις τῆς Δογματικῆς... σ. 81).



- Ἐρ.: Πῶς διαβεβαιωνόμαστε ὅτι ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ κατοικεῖ στὴν Ἐκκλησία;

Ἀπ.: Κατὰ πρῶτον, ἀπ' αὐτό: Κεφαλὴ τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ὁ Ἰησοῦς Χριστός, Θεὸς καὶ ἄνθρωπος, γεμάτος χάρη καὶ ἀλήθεια («πλήρης χάριτος καὶ ἀληθείας»), καὶ γεμίζει ἐπίσης καὶ τὸ Σῶμα Του, ποὺ εἶναι ἡ Ἐκκλησία, μὲ παρόμοια χάρη καὶ ἀλήθεια (βλ. Ἰωάν. 1, 14.17).

Ὁ ἀπόστολος Παῦλος λέει γιὰ τὸν Ἰησοῦ Χριστό, ὅτι ὁ Θεὸς Πατέρας «Τὸν ἔκανε Κεφαλὴ ὑπεράνω ὅλων στὴν Ἐκκλησία, ἡ ὁποία εἶναι τὸ Σῶμα Του, τὸ συμπλήρωμα ἐκείνου ποὺ γεμίζει τὰ πάντα ἐν πᾶσι» (Ἐφεσ. 1, 22.23).

Καὶ ὁ ἴδιος ὁ ἀπόστολος λέει στοὺς Ποιμένες τῆς Ἐκκλησίας: «Προσέχετε, λοιπόν, τοὺς ἑαυτούς σας καὶ ὁλόκληρο τὸ ποίμνιο, στὸ ὁποῖο τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο σᾶς τοποθέτησε ἐπισκόπους, γιὰ νὰ ποιμαίνετε τὴν Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ, τὴν ὁποία ἀπέκτησε μὲ τὸ δικό Του Αἷμα» (Πράξ. 20, 28).



- Ἐρ.: Πῶς ἐμεῖς διαβεβαιωνόμαστε ἀκόμη ὅτι ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ κατοικεῖ στὴν Ἐκκλησία ἀκόμη μέχρι τώρα καὶ θὰ κατοικεῖ σ' αὐτὴν μέχρι τέλος τοῦ κόσμου;

Ἀπ.: Τὸ διαβεβαιωνόμαστε ἀπὸ τὰ ἑπόμενα λόγια του Ἴδιου τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ τοῦ Ἀποστόλου Του: «Θὰ οἰκοδομήσω τὴν Ἐκκλησία μου καὶ οἱ πύλες τοῦ Ἅδου δὲν θὰ τὴν καταβάλουν» (Ματθ. 16,18). «Ἰδοὺ Ἐγὼ εἶμαι μαζί σας ὅλες τὶς ἡμέρες μέχρι τὴν συντέλεια τοῦ κόσμου» (Ματθ. 28, 20). «Σ' Αὐτόν, τὸν Θεὸ τὸν Πατέρα, ἂς εἶναι ἡ δόξα στὴν Ἐκκλησία ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ σ' ὅλες τὶς γενεὲς τοῦ αἰῶνος τῶν αἰώνων. Ἀμὴν» (Ἐφεσ. 3, 21).

ΠΗΓΗ .Αγία Ζώνη

Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος

Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος
Anthony Bloom (Metropolitan of Sourozh (1914- 2003))


 





Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Ἡ Τεσσαρακοστὴ εἶναι μιὰ περίοδος μετάνοιας, μιὰ περίοδος ὅπου ἡ πέτρινη καρδιά μας μὲ τὴν δύναμη τοῦ Θεοῦ, πρέπει ἀπὸ πέτρινη νὰ γίνει ἀνθρώπινη, ἀπὸ ἀναίσθητη ν΄ ἀρχίσει νὰ συναισθάνεται, ἀπὸ ψυχρή καὶ σκληρή νὰ γίνει ζεστή καὶ ἀνοιχτή στοὺς ἄλλους, καὶ στὸν ἴδιο τὸν Θεό.

Ἡ Σαρακοστή εἶναι μιὰ περίοδος ἀνανέωσης, ὅπου ὅλα γίνονται ξανὰ καινούργια, ὅπως στὴν ἄνοιξη· ὅπου ἡ ζωή μας ἀπὸ τὸ ἁμυδρὸ φῶς ποὺ βρισκόταν, ζωντανεύει μ’ ὅλη τὴν ἔνταση ποὺ ὁ Θεὸς μπορεῖ νὰ κοινωνήσει σ’ ἐμᾶς τοὺς ἀνθρώπους, κάνοντάς μας μέτοχους τοῦ Ἁγίου Του Πνεύματος, καὶ μέσα ἀπὸ τὰ Ἱερὰ Μυστήρια καὶ τοῦ δώρου τοῦ Θεοῦ σ’ ἐμᾶς, τῆς ΘεϊκῆςΤου φύσης.

Εἶναι καιρὸς συμφιλίωσης, καὶ συμφιλίωση εἶναι χαρά: εἶναι ἡ χαρὰ τοῦ Θεοῦ, καὶ ἡ δική μας· εἶναι ἕνα νέο ξεκίνημα.

Σήμερα εἶναι τοῦ Ἁγίου Ἰωάννη τῆς Κλίμακος, καὶ θέλω νὰ σᾶς διαβάσω μερικὲς δικές του φράσεις ποὺ εἶναι σχετικές μὲ τὴν ἰδιαίτερη χρονική περίοδο ποὺ ζοῦμε:

«Μετάνοια ποὺ σημαίνει ἐπιστροφή στὸν Θεό εἶναι ἡ ἀνανέωση τοῦ βαπτίσματός μας· εἶναι ἡ προσπάθεια μας ν’ ἀνανεώσουμε τὸ συμβόλαιο μας μὲ τὸν Θεό, ἠ ὑπόσχεση μας ν΄ ἀλλάξουμε ζωή. Εἶναι καιρὸς ὅπου μποροῦμε ν’ ἀποκτήσουμε ταπείνωση, ποὺ σημαίνει νὰ εἰρηνεύσουμε μὲ τὸν Θεὸ, μὲ τὸν ἑαυτό μας, μ’ ὅλη τὴν κτίση. Μετάνοια εἶναι ἡ γέννηση τῆς ἐλπίδας καὶ ἡ ἀπόρριψη τῆς ἀπελπισίας. Καὶ κάποιος ποὺ μετανοεῖ, εἶναι κάποιος ποὺ τοῦ ἀξίζει καταδίκη – καὶ ὅμως, φεύγει ἀπὸ τὸ δικαστήριο δίχως ντροπή, ἐπειδὴ μετάνοια σημαίνει νὰ εἰρηνεύουμε μὲ τὸν Θεό. Καὶ αὐτὸ ἐπιτυγχάνεται ζώντας μιὰ ζωὴ ποὺ ν’ ἀξίζει, ξένη πρὸς τὶς ἁμαρτίες ποὺ διαπράξαμε στὸ παρελθόν. Μετάνοια εἶναι ὁ κάθαρση τῆς συνείδησης. Μετάνοια σημαίνει ν’ ἀπομακρύνω ὅλο τὸν πόνο καὶ τὴν θλίψη.»

Καὶ ἄν ἀναρωτηθοῦμε πῶς μποροῦμε νὰ τὸ ἐπιτύχουμε αὐτὸ, πῶς μποροῦμε νὰ φτάσουμε σ’ αὐτὸ τὸ σημεῖο, πῶς μποροῦμε ν’ ἀποκριθοῦμε στὸν Θεό ποὺ μᾶς δέχεται ὅπως ὁ πατέρας δέχτηκε τὸν ἄσωτο υἱό, ἕναν Θεό ποὺ μᾶς περιμένει μὲ λαχτάρα, ποὺ, ἄν καὶ Τὸν ἀπορρίψαμε, ποτὲ δὲν χωρίστηκε ἀπὸ ἐμᾶς – πῶς μποροῦμε νὰ ἀνταποκριθοῦμε σ’ Ἐκεῖνον; Ἄς ποῦμε λίγα λόγια γιὰ τὴν προσευχή:

«Μὴν χρησιμοποιεῖς στὴν προσευχή ψεύτικα σοφὰ λόγια· ἐπειδὴ συχνὰ εἶναι οἱ ἁπλοὶ ψίθυροι τῶν παιδιῶν ποὺ δίνουν χαρά στὸν οὐράνιο Πατέρα μας. Μὴν προσπαθεῖτε νὰ λέτε πολλὰ, ὅταν μιλᾶτε στὸν Θεό, γιατὶ διαφορετικὰ ὁ νοῦς σας θὰ χαθεῖ στὴν ἀναζήτηση τῶν λέξεων. Ἕνας λόγος ποὺ εἰπώθηκε ἀπὸ τὸν τελώνη προκάλεσε τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ· ἕνας λόγος πίστης ἔσωσε τὸν ληστή στὸν σταυρό. Ἡ χρήση πληθώρας λέξεων ὅταν προσευχόμαστε σκορπίζει τὸ νοῦ μας καὶ τὸν γεμίζει μὲ φαντασίες. Ἕνας λόγος πρὸς τὸν Θεὸ συγκεντρώνει τὸ νοῦ στὴν παρουσία Του. Kαὶ ἄν ἕνας λόγος στὴν προσευχὴ σᾶς ἀγγίζει βαθιά, ἄν τὸν νοιώθετε βαθιὰ μέσα σας – ἐπιμείνετε, ἐπιμείνετε, ἐπειδὴ τέτοιες στιγμὲς ὁ φύλακας Ἄγγελος μας προσεύχεται μαζὶ μ’ ἐμᾶς, ἐπειδὴ εἴμαστε ἀληθινοὶ πρὸς τὸν Θεὸ καὶ τὸν ἑαυτό μας».

Ἄς θυμηθοῦμε τί λέει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακας, ἀκόμα κι ἄν ξεχνᾶτε τὰ σύντομα σχόλια (ποὺ ἔκανα) γιὰ νὰ γίνει τὸ κείμενό του πιὸ κατανοητό. Ἄς θυμηθοῦμε τὰ λόγια του ἐπειδὴ ἦταν ἕνας ἄνδρας ποὺ γνώριζε τὶ σημαίνει νὰ στρέφεσαι στὸν Θεό, νὰ μένεις μὲ τὸν Θεό, νὰ εἶσαι ἡ χαρὰ τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ χαίρεσαι μαζί Του. Μᾶς προσφέρεται αὐτὴ τὴ στιγμὴ, καθὼς ἀναβαίνουμε πρὸς τὶς ἡμέρες τοῦ Πάθους, μᾶς προσφέρεται σὰν παράδειγμα τοῦ τὶ μπορεῖ νὰ κάνει ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ ποὺ μεταμορφώνει ἕναν συνηθισμένο, ἁπλὸ ἄνθρωπο σὲ φῶς μέσα στὸν κόσμο.

Ἄς μάθουμε ἀπὸ ἐκεῖνον, ἄς ἀκολουθήσουμε τὸ παράδειγμά του, ἄς χαροῦμε μ’ ὅ,τι μπορεῖ ὁ Θεὸς μὲ τὴ δύναμη Του νὰ κάνει σ’ ἕναν ἄνθρωπο, καὶ μ’ ἐμπιστοσύνη, μὲ πίστη, μὲ μιὰ θριαμβευτικὴ κι ὅμως γαλήνια χαρὰ, ἄς ἀκούσουμε τὸν Θεὸ ποὺ μᾶς ἱκετεύει νὰ βροῦμε ἕναν τρόπο ζωῆς καὶ ποὺ μᾶς λέει ὅτι μ’ Ἐκεῖνον, καὶ μέσα ὰπὸ Ἐκεῖνον θὰ παραμείνουμε ζωντανοί, ἐπειδὴ αὐτὸς εἶναι ἡ Ἀλήθεια, ἡ Ὁδὸς καὶ ἡ αἰώνια Ζωή. Ἀμήν.

Ἀπόδοση στὴν νεοελληνική γλῶσσα: www.agiazoni.gr

Παρασκευή 20 Μαρτίου 2015

ΕΙΣ ΤΟΝ ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΝ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ

Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου. Ομιλία στον Ευαγγελισμό της Υπεραγίας Θεοτόκου










«Πάλι σήμερα έχουμε χαρμόσυνες ειδήσεις,  μηνύματα ελευθερίας, μια ανάκληση από την πτώση και μια επάνοδο στη ζωή, μια υπόσχεση ευφροσύνης και μια απαλλαγή από τη δουλεία. Ένας άγγελος συνομιλεί με την Παρθένο, για να μην ξαναμιλήσει ο διάβολος με γυναίκα. Λέει η Γραφή: «Τον έκτο μήνα της εγκυμοσύνης της Ελισάβετ στάλθηκε από τον Θεό ο άγγελος Γαβριήλ σε μια παρθένο, που ήταν μνηστευμένη με έναν άνδρα». Στάλθηκε ο Γαβριήλ, για να αποκαλύψει την παγκόσμια σωτηρία των ανθρώπων, για να φέρει στον Αδάμ τη βέβαιη αποκατάστασή του, για να μεταβάλει την ατιμία του γυναικείου φύλου σε τιμή, για να προετοιμάσει το νυμφικό θάλαμο, ώστε να είναι αντάξιος για τον αμόλυντο Νυμφίο και για να συντελέσει να νυμφευθεί το πλάσμα με τον πλάστη, στο έμψυχο παλάτι του βασιλιά των αγγέλων. Στάλθηκε, ακόμη, ο Γαβριήλ στην παρθένο που ήταν αρραβωνιασμένη με τον Ιωσήφ, αλλά που προοριζόταν για τον Ιησού, τον Υιό του Θεού. Στάλθηκε ο χωρίς αμαρτίες σε αυτήν, που δεν θα γνώριζε τη φθορά. Στάλθηκε ο λύχνος, για να αναγγείλει τον ήλιο της δικαιοσύνης. Στάλθηκε ο Γαβριήλ, για να διαλαλήσει αυτόν που βρίσκεται στους κόλπους του Πατέρα και στην αγκαλιά της μητέρας. Στάλθηκε ο Γαβριήλ, για να δείξει αυτόν που κάθεται σε θρόνο αλλά και σε σπηλιά. Χαρακτηρίζω μυστήριο αυτό που γίνεται κατανοητό με την πίστη και δεν εξερευνάται με τη φιλομάθεια…
Τον έκτο μήνα στάλθηκε ο Γαβριήλ στη Παρθένο και είχε πάρει περίπου τέτοιες εντολές από τον Θεό. «Έλα λοιπόν, αρχάγγελε, γίνε υπηρέτης του φοβερού και κρυμμένου μυστηρίου. Βιάζομαι εξαιτίας της ευσπλαχνίας μου να κατέβω από τον ουρανό και να αναζητήσω τον πλανεμένο Αδάμ. Η αμαρτία σάπισε το δημιούργημα των χεριών μου και θάμπωσε την ομορφιά που έπλασα. Ο λύκος κατατρώει το δημιούργημά μου, είναι έρημη η θέση του στον παράδεισο … Επιθυμώ να ελεήσω τον κατατρεγμένο άνθρωπο και να συλλάβω τον εχθρό διάβολο. Επιθυμώ αυτό το μυστήριο να μην το μάθουν όλες οι ουράνιες δυνάμεις, σε σένα μόνο το εμπιστεύομαι. Πήγαινε, λοιπόν, στην παρθένο Μαρία,, στο λογικό μου παράδεισο, στην πύλη της ανατολής, στο άξιο κατοικητήριο του Λόγου μου, στο δεύτερο ουρανό που βρίσκεται πάνω στη γη, στο ελαφρό και ταχυκίνητο σύννεφο. Πληροφόρησέ την για τη βροχή της παρουσίας μου, πήγαινε στο νυμφικό κοιτώνα της ενανθρωπήσεως, πήγαινε στον αμόλυντο νυμφικό κοιτώνα της κατά σάρκα γεννήσεώς μου. Μίλησε στα αυτιά της λογικής κιβωτού, προετοίμασέ τα να με ακούσουν χωρίς να τα τρομάξεις, ούτε να ταράξεις την ψυχή της Παρθένου. Κόσμια εμφανίσου στον έμψυχο ναό μου, πες σε αυτήν πρώτα τη χαρούμενη είδηση. Εσύ πες στη Μαριάμ το «Χαίρε Κεχαριτωμένη», ώστε εγώ να ελεήσω την εξουθενωμένη Εύα».
Τ’ άκουσε αυτά ο αρχάγγελος και όπως ήταν φυσικό μονολογούσε· «Παράξενη είναι αυτή η υπόθεση, ξεπερνάει κάθε σκέψη αυτό που ειπώθηκε. Ο φοβερός στα Χερουβίμ, ο αθέατος στα Σεραφείμ, ο ακατάληπτος σε όλες τις ουράνιες αγγελικές δυνάμεις, υπόσχεται μια ξεχωριστή επικοινωνία στην κόρη, προμηνύει μια αυτοπρόσωπη παρουσία του … Όμως είναι δυνατό, ανθρώπινη κοιλιά να χωρέσει τον αχώρητο; Πραγματικά αυτό το μυστήριο είναι φοβερό!».
Ενώ αυτά είχε στο νου του ο άγγελος, ο Δεσπότης του λέει: «Γιατί ταράζεσαι και παραξενεύεσαι Γαβριήλ; Δεν σ’ έστειλα προηγουμένως στον ιερέα Ζαχαρία; Δεν του μετέφερες τη χαρμόσυνη είδηση της γεννήσεως του Ιωάννη, δεν επέβαλες την τιμωρία της σιωπής στον ιερέα που δεν σε πίστεψε, δεν καταδίκασες το γέροντα σε αφωνία; Εσύ δεν το ανακοίνωσες κι εγώ το επικύρωσα; Δεν ακολούθησε τη χαρμόσυνη είδησή σου η πράξη; Δεν συνέλαβε η στείρα γυναίκα; Δεν εξαφανίστηκε η αρρώστια της ατεκνίας; Δεν υποχώρησε η απραξία της φύσης; Τώρα δεν κυοφορεί αυτή που προηγουμένως ήταν στείρα; Μήπως για μένα τον Δημιουργό υπάρχει κάτι που είναι ακατόρθωτο; Πώς, λοιπόν, σε κυρίεψε η αμφιβολία;»…
«Χαίρε Κεχαριτωμένη, μην ντρέπεσαι σαν να είσαι αιτία καταδίκης. Θα γίνεις μητέρα αυτού που καταδίκασε και λύτρωσε τον άνθρωπο. Χαίρε, αμίαντη μητέρα του Νυμφίου Χριστού στην ορφανή ανθρωπότητα, Χαίρε, εσύ που καταπόντησες στη μήτρα σου το θάνατο της μητέρας της ανθρωπότητας Εύας, Χαίρε, ο ζωντανός ναός του Θεού, Χαίρε, συ που είσαι εξίσου κατοικία ουρανού και γης, Χαίρε, ευρύχωρε τόπε της απόρρητης φύσης. Εξαιτίας της ήλθε ο γιατρός για τους αρρώστους, ο ήλιος της δικαιοσύνης, για να φωτίσει αυτούς που ζουν στο σκοτάδι, η άγκυρα για όλους τους ταλαιπωρημένους και το ασφαλισμένο λιμάνι. Γεννήθηκε ο Δεσπότης των δούλων, ο σύνδεσμος της ειρήνης, ο λυτρωτής των αιχμαλώτων, η ειρήνη αυτών που βρίσκονται σε πόλεμο…».
Αυτός είναι η ειρήνη, η χαρά και η αγαλλίασή μας. Όλοι επιδιώκουμε να  απολαύσουμε αυτά τα αγαθά, με τη χάρη και τη φιλανθρωπία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, στον οποίο ανήκει η δόξα, τιμή και προσκύνηση, τώρα και πάντοτε και σε όλους τους αιώνες. Αμήν.
Επιμέλεια: Δρ Ελένη Ρωσσίδου-Κουτσού, Φιλόλογος-Βυζαντινολόγος
Βλ.: Τσάμη, Δ. Γ., Θεομητορικόν, τόμ. 2 (Θεσσαλονίκη, 2000)

ΚΥΡΙΑΚΗ Δ ΝΗΣΤΕΙΩΝ 22-3-2015

Ομιλία στο ευαγγέλιο της Κυριακής Δ΄ Νηστειών, του μακαριστού Μητροπολίτου Νικοπόλεως π. Μελετίου Καλαμαρά


Ομιλία στο ευαγγέλιο της Κυριακής Δ΄ Νηστειών, του μακαριστού Μητροπολίτου Νικοπόλεως π. Μελετίου Καλαμαρά
Η ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΤΟΥ ΔΑΙΜΟΝΙΖΟΜΕΝΟΥ ΝΕΑΝΙΣΚΟΥ
(Μαρκ. 9, 17-31)
1. Ἀπιστία σημαίνει διαστροφή

            Ἤρθαμε στήν ἁγία αὐτή Ἐκκλησία γιά νά προσευχηθοῦμε νά κάνομε τήν Λειτουργία καί νά ἀκούσομε τό ἅγιο Εὐαγγέλιο, γιά νά ὠφεληθοῦμε καί νά διδαχθοῦμε. Ἄς ποῦμε λοιπόν λίγα λόγια, ἀπό αὐτά στά ὁποῖα μᾶς ὁδηγεῖ ἡ περικοπή πού ἀκούσαμε σήμερα.
            Ἕνας ἄνθρωπος εἶχε ἕνα παιδί πού εἶχε δαιμόνιο. Σεληνιαζόταν. Ἔπασχε ἀπό ἕνα εἶδος ἄσχημης ἐπιληψίας. Ἀλλά δέν ὀφειλόταν μόνο σέ σωματικά αἴτια. Εἶχε μέσα του καί δαιμόνιο. Σπαρασσόταν, φώναζε, ἔφτανε σέ μιά ἔξαλλη κατάσταση, ἔπεφτε κάτω χτυπιόταν καί ξεραινόταν. Τό πῆγε σέ πολλούς γιατρούς, κατέφυγε σέ πνευματικά ἀλλά δέν ἔκανε πουθενά τίποτε.
            Τελικά τό πῆγε στόν Χριστό, παρακαλώντας τον, μέ τά λόγια:
            -Κύριε, ἄν μπορεῖς, κάμε κάτι.
            Ὁ Χριστός ἀκούγοντας τά λόγια αὐτά, καί ξέροντας τί εἶχε ὁ καθένας μέσα του, καί τί εἶχε καί ὁ πατέρας αὐτός στήν καρδιά του, πόσο πίστευε, εἶπε:
            -Ὤ γενεά ἄπιστος καί διεστραμμένη, πόσο καιρό θά εἶμαι κοντά σας; Μέχρι πότε πιά θά βλέπω  καί θά ἀνέχομαι τέτοια πράγματα;
            Μᾶς λέει δηλαδή ὁ Χριστός, ὅτι τό πιό δυσάρεστο πράγμα στό Θεό εἶναι νά βλέπει στόν κόσμο ἀπιστία. Γιατί ἡ ἀπιστία εἶναι διαστροφή. Ἀκούσατε τί εἶπε; «Ὤ γενεά ἄπιστος καί διεστραμμένη». Ὅποιος εἶναι ἄπιστος, ἔχει διαστροφή. Διαστροφή πνευματική. Εἶναι χειρότερη ἡ πνευματική διαστροφή ἀπό τήν σωματική διαστροφή.
            Ἡ ψυχική διαστροφή εἶναι χειρότερη ἀπό τήν σωματική διαστροφή. Ἡ ψυχική ἀρρώστια εἶναι χειρότερη ἀπό τήν σωματική ἀρρώστια. «Ὤ γενεά», λοιπόν, «ἄπιστη, διεστραμμένη». Πόσο καιρό θά εἶμαι κοντά σας; Μέχρι ποτέ θά ἀνέχομαι νά βλέπω καί νά ἀκούω τέτοια πράγματα;
2. «Ψοφᾶμε» γιά τά πνευματικά
            Εἴμαστε ὑποχρεωμένοι νά σταθοῦμε σ’ αὐτά τά λόγια τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. Πόσο ἀνόητο εἶναι γιά ἕναν ἄνθρωπο, νά μήν βλέπει κάποια πολύ ἁπλά πράγματα. Ὅτι δηλαδή ἡ καρδιά του ζητάει ὄχι μόνο φαΐ, πιοτό, ἀνάπαυση, ὕπνο... Ἀλλά ζητάει, πρῶτα ἀπ'  ὅλα δικαιοσύνη, εἰρήνη.
            Τί εἶναι ἡ δικαιοσύνη καί ἡ εἰρήνη; Πνευματικά πράγματα.
            Ζητάει ἀγάπη, ζητάει καλωσύνη.
            Τί εἶναι ἡ καλωσύνη; Κάτι τό πνευματικό.
            Ζητάει ἀλήθεια. Δέν θέλει νά τοῦ λέει κανένας ψέματα. Δέν θέλομε κανένας νά μᾶς κοροϊδεύει.
            Ἀκόμα κάτι τό σπουδαιότερο. Ζητάει ἀπό ὅλους τούς ἀνθρώπους, νά ἔχουν ταπείνωση. Δέν θέλει κανένας νά τοῦ φέρεται μέ ἐγωισμό. Γιατί;
            Ἄς προσέξομε ἀκόμη κάτι τό παράξενο. Ὅλοι μας νά θέλομε νά κάνομε τόν «καμπόσο», νά κάνομε τόν «κάποιο». Μᾶς ἀρέσει νά καταφρονοῦμε τούς ἄλλους. Μᾶς ἀρέσει νά δείχνομε ὅτι εἴμαστε δυνατοί, ὡραῖοι, ἔξυπνοι... Ἀλλά δέν μᾶς ἀρέσει νά μᾶς τό κάνει κανένας ἄλλος. Γιατί ἀδελφοί μου;
            Γιατί ὁ Χριστός, ὁ Θεός, ὁ δημιουργός μας, μᾶς ἔφτειαξε καί θέλει νά εἴμαστε ὅλοι, ὅπως μᾶς τὄχει τόσο πολύ διδάξει, ἀγαπημένοι καί ἴσα. Καί ὁ καθένας μας, νά θεωροῦμε τόν ἑαυτό μας ὄχι ἀφέντη, ὄχι κύριο, ὄχι δεσπότη τῶν ἄλλων, ἀλλά ὑπηρέτη τους. Νά τούς ἀγαπάει, νά τούς τιμᾶ.
            Καί ἐκεῖνα πού εἶπε ὁ Χριστός, εἶναι εἴτε τό θέλομε, εἴτε δέν τό θέλομε ριζωμένα μέσα στήν ψυχή μας. Καί γι’ αὐτά, ὅπως λέμε «ψοφᾶμε». Κανένας ἄνθρωπος δέν «ψοφάει» γιά ψωμί· γιά κρασί· γιά διασκέδαση... ὅσο κυριολεκτικά «ψοφάει» γιά δικαιοσύνη, γιά εἰρήνη, γιά ἀγάπη, γιά καλωσύνη, γιά ταπείνωση. Γιατί αὐτά ἔβαλε μέσα στήν καρδιά μας ὁ σωτήρας τοῦ κόσμου καί Θεός μας Ἰησοῦς Χριστός.
            Αὐτός λοιπόν μᾶς εἶπε: «Μήν ἔχετε τήν στραβή καί τή νόθη ἰδέα ὅτι ἡ ζωή ἀρχίζει ἐδῶ καί τελειώνει ἐδῶ». Ἀρχίζει, ὅταν γεννιώμαστε, ἀλλά δέν τελειώνει. Ἡ ζωή μας θά εἶναι αἰώνια. Καί θά εἶναι αἰώνια ἤ στόν Παράδεισο ἤ στήν κόλαση. Ἀνάλογα μέ τά ἔργα τά ὁποῖα κάναμε. Ἀνάλογα μέ τό ἄν εἴχαμε στή ζωή μας δικαιοσύνη, εἰρήνη, ἀγάπη, καλωσύνη, θυσία, ταπείνωση, προσφορά. Ἄν θέλαμε νά προσφέρομε καί ὄχι νά ἁρπάξομε. Ἄν θέλαμε νά τιμήσομε καί ὄχι νά καταδυναστεύσομε καί νά ἐκμεταλλευτοῦμε τόν φτωχό, τόν ἀδύνατο.
            Βλέπομε ὅμως ὅτι μερικές φορές, σκεπτόμαστε σάν τόν πατέρα τοῦ δαιμονιζομένου παιδιοῦ, πού τοῦ εἶπε ὁ σωτήρας μας Ἰησοῦς Χριστός: «Ὤ γενεά ἄπιστος καί διεστραμμένη». Σκεπτόμαστε δηλαδή διεστραμμένα καί λέμε:
            «Καί ποιός τά εἶδε; Εἶδε ποτέ κανείς Παράδεισο καί κόλαση; Ἄραγε ὑπάρχουν; Ἄραγε δέν ὑπάρχουν;»
            Ἔλεγε ὁ πατέρας τοῦ παιδιοῦ:
            -Κύριε, ἄν μπορεῖς. Ἄν μπορεῖς. Δηλαδή: μπορεῖς δέν μπορεῖς, ποῦ τό ξέρω ἐγώ;
            Ὑπάρχει Παράδεισος, δέν ὑπάρχει Παράδεισος, ποῦ τό ξέρω ἐγώ;
            Νά ἡ ἀμφιβολία. Ἴδια νοοτροπία μέ τόν πατέρα αὐτοῦ τοῦ παιδιοῦ. Καί εἶπε ὁ Χριστός γιά κείνους πού σκέπτονται ἔτσι: «Ὤ γενεά ἄπιστος καί διεστραμμένη». Γιατί τό εἶπε ἀδελφοί μου αὐτό;
            Ἄς τό ἐξηγήσομε.
            Λέει ἕνας ἄνθρωπος: Ἐγώ τό σπίτι μου τό ξέρω. Τό ξέρω καί τό βρίσκω νύχτα, μέ σκοτάδι. Καί τό κάθε πράγμα μέσα στό σπίτι μου, ἔχει τήν θέση του. Δέν ἔχω ἀνάγκη ἀπό φῶς γιά νά τό βρῶ. Τό ροῦχο μου τό ξέρω καλά. Τό τσουκάλι μου τό ξέρω καλά. Τήν προβατίνα μου τήν ξέρω καλά, γνωρίζω καί τό βέλασμά της. Τόσες προβατίνες ὑπάρχουν, ἀλλά ἐγώ τό ξεχωρίζω τό βέλασμα τῆς δικῆς μου προβατίνας. Τί παράξενο πράγμα!
            Καί ἡ προβατίνα, ζῶο, γνωρίζει τόν ἀφέντη της ἀπό τήν μυρουδιά. Καί τό σκυλί τό ἴδιο. Γνωρίζει τόν ἀφέντη του. Ἄντε τώρα ἐσύ, ὁ μεγάλος καί σοφός ἄνθρωπος γνώρισε ἀπό τήν μυρουδιά ἄνθρωπο, ἄλλον. Ὅμως τό σκυλί τόν γνωρίζει.
            Ἔ, λοιπόν. Τό μυαλό μας, μπορεῖ νά μᾶς λέει ὅτι εἴμαστε πάρα πολύ ἔξυπνοι. Ἀλλά δέν εἴμαστε καί τόσο ἔξυπνο ὅσο τό φανταζόμαστε. Δέν τά καταλαβαίνομε ὅλα. Καί προπαντός δέν ξέρομε τί γίνεται στόν οὐρανό. Ὅπως δέν ξέρομε καλά-καλά τί γίνεται δίπλα μας... Αὐτή τήν στιγμή, ξέρομε τί γίνεται ἔξω ἀπό τήν Ἐκκλησία; Δέν ξέρομε. Στέκει ἄραγε κανένας πίσω ἀπό ἐκεῖνο τόν τοῖχο ἤ ὄχι; Δέν τό ξέρομε γιατί δέν τό βλέπομε. Τόσο περιορισμένη εἶναι ἡ γνώση μας.
            Λέει ὁ Χριστός: «Ἐκεῖνα πού εἶναι στόν οὐρανό, ἐσεῖς δέν τά εἴδατε ποτέ καί δέν τά ξέρετε. Καί γι' αὐτό χοροπηδᾶνε μέσα στό νοῦ σας, τέτοιες ἰδέες ἀπιστίας. Ἀλλά ὑπάρχει κάποιος πού ἔζησε στόν οὐρανό καί τά ξέρει». Γιατί ὁ οὐρανός εἶναι τό σπίτι του. Δικά του ὅλα. Παράδεισο καί κόλαση, τά ξέρει καλά. Καί αὐτός κατέβηκε ἀπό τόν οὐρανό, ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ ὁ μονογενής καί ἦλθε στόν κόσμο, γιά νά μᾶς τά διδάξει. Καί ἔχομε χρέος, νά τόν ἀκοῦμε.
            Καί προκειμένου γιά Παράδεισο καί γιά κόλαση καί γιά αἰώνια ζωή, νά μήν ἀκοῦμε ἐκείνους πού λένε ἐξυπνάδες. Γιατί ποτέ δέν εἶδαν, ποτέ δέν ἄκουσαν, ποτέ δέν κατάλαβαν. Ἀλλά νά μιλᾶμε μ’ ἐκεῖνον πού ξέρει τόν Παράδεισο καί τήν κόλαση, τόν οὐρανό καί ὅλα τά μυστήρια τοῦ οὐρανοῦ καί τοῦ κόσμου, τέλεια. Γιατί εἶναι ὁ νοικοκύρης τους. Ὁ δημιουργός τους, τό ἀφεντικό τους.
            Θά ἔπρεπε ἀδελφοί, νά ἔχομε ἀσκηθεῖ νά βρίσκομε τόν Κύριό μας, ὅπως βρίσκει τό σκυλί, τόν ἀφέντη του καί ἡ προβατίνα τό ἀφεντικό της· μέ τή μυρουδιά. Τόσο πολύ.
            Ἔτσι ἔχομε χρέος, μᾶς λέει ὁ Χριστός, νά βρίσκομε τόν σωτήρα καί Κύριό μας, καί ὄχι νά λέμε τά κούφια λόγια: «Ποιός τά εἶδε; Ποιός τά ξέρει;»
            Γιατί ἡ ἀπάντηση τοῦ Χριστοῦ εἶναι κοφτή: «Ὤ γενεά ἄπιστος καί διεστραμμένη».
3. Νά πού φωλιάζουν τά δαιμόνια
            Τί ἀκούσαμε αὐτές τίς μέρες; Ἕνα παιδάκι δεκατεσσάρων χρονῶν, μόλις δηλαδή πού τελείωσε τό Δημοτικό σχολεῖο, ἕνα νήπιο οὐσιαστικά, ἔσφαξε τόν πατέρα του καί τήν μητέρα του. Γιατί; Γιατί ἤθελε νά μιμηθεῖ ἐκεῖνα πού ἔβλεπε στήν τηλεόραση. Νά καταλαβαίνομε μερικές φορές καί ἐμεῖς «οἱ φτωχοί τῷ πνεύματι ἄνθρωποι», τί σημαίνει ἀντί ὁ ἄνθρωπος νά ἀκούει τόν λόγο τοῦ Θεοῦ, πού τόν εἰρηνεύει καί τόν κάνει νά ἀγαπάει καί νά σέβεται καί νά τιμάει, νά βλέπει ἐγκλήματα... Νά βλέπει πράγματα τά ὁποῖα μέσα στήν ψυχή του, στάζουν δηλητήριο. Καί νά ἦταν δηλητήριο σωματικό; Δηλητήριο ψυχῆς εἶναι. Πόσο χειρότερο!
            Θά ἔλεγε ὁ πατέρας ἤ ἡ μητέρα ὅταν ἔβλεπαν τό γυιόκα τους νά κάθεται στήν τηλεόραση.
            -Ἄστο, ἄστο, δέν μᾶς ἐνοχλεῖ. Ἄστο νά κάτσει κεῖ πέρα. Ἀφοῦ τοῦ ἀρέσει ἄστο.
            -Ἀλλά μπῆκε μέσα στήν ψυχή του δηλητήριο.
            -Ἔ, τί δηλητήριο εἶναι αὐτό ἄραγε; Ὅλοι ζοῦνε καί αὐτό θά ζήσει. Ἔ, θά ζήσει λίγο διαφορετικά. Ἄς ζήσει ὁ καθένας ὅπως θέλει.
            Ναί, μά...ζεῖ ἐκεῖνο ὅπως θέλει, ἀλλά δέν ἀφήνει ἐσένα νά ζήσεις.
            Νά, πῆρε τό μαχαίρι, κρύφτηκε μέ τήν κουκούλα πίσω ἀπό τήν πόρτα καί μαχαίρωσε τήν μάνα του, πού μπῆκε ἔψαχνε νά τόν βρεῖ. Καί ὅταν ἄκουσε ὁ πατέρας τίς φωνές καί ἔτρεξε, μαχαίρωσε καί τόν πατέρα καί τούς ἔκανε κομμάτια. Καί τούς δυό.
            Τί σημαίνει αὐτό, ἀδελφοί μου;
            Λέει τό Εὐαγγέλιο:
            -Τί ἔχει ὁ γυιός σου;
            -Ἔχει δαιμόνιο, λέει, σεληνιάζεται. Ὅταν τόν πιάνει, ρήσει αὐτόν. Τόν ταράσσει. Τρίζει τούς ὀδόντας. Πέφτει κάτω. Ξεραίνεται.
            Σ’ αὐτή τήν περίπτωση, τί ἔγινε μέ τό παιδί; Τὄπιασε τό δαιμόνιο, ποιό δαιμόνιο; Ἐκεῖνο πού φωλιάζει στά ἄσχημα διδάγματα, πού ἐπηρεάζουν παιδιά ἀπό τριῶν χρονῶν μέχρι ἑκατόν τριῶν. Ὅλα τά παιδάκια τά ἐπηρεάζουν. Καί ὅλα τά παιδάκια, εἴτε εἶναι τριῶν, εἴτε εἶναι δεκατριῶν, εἴτε ἐνενήντα τριῶν, ὅλα τά παιδάκια τοῦ Θεοῦ, τά κάνουν –αὐτά τά ἄσχημα διδάγματα- καί δαιμονίζονται. Γιατί αὐτό εἶναι ἡ κακή διδασκαλία.
            Μένει κανένας ἀνεπηρέαστος; Καί ἀπό τά ἱερά διδάγματα, ἀλλά καί ἀπό τά δαιμονικά διδάγματα;
            Τρίζει λοιπόν τούς ὀδόντας καί πέφτει κάτω καί ξηραίνεται.
4. Δίδαξε καί διδάξου ἀπό τό παιδί σου
            Καί τώρα πού ὁ μικρός σκότωσε τούς γονεῖς του, διαβάζομε στίς ἐφημερίδες, μαζευτήκανε οἱ σοφοί τοῦ κόσμου τούτου, νά ἀναλύσουν τό φαινόμενο. Ποιό φαινόμενο;
            Πῶς ἕνα παιδάκι δεκατεσσάρων χρονῶν, μαχαίρωσε τόν πατέρα του καί τήν μητέρα του; Καί μετά τούς ἔβαλε οἰνόπνευμα νά καοῦν, πλύθηκε καί λούστηκε καί πῆγε νά παίξει τό ἄλλοθι. Πράγμα πού δείχνει πῶς δέν ἦταν τρελλό. Γιατί ὁ τρελλός εἶναι ἀκαταλόγιστος.
            Καί λοιπόν τί γίνεται τώρα; Νά τό ποῦμε. Θά ποῦν πολλά, ὁ καθένας ἀνάλογα μέ τήν δουλειά του. Ἀναλόγως μέ τή λόξα του. Ἀναλόγως μέ τό σκοτάδι πού ἔχει μέσα στήν καρδιά του. Ἔτσι θά τό ἐξηγήσουν ὁ καθένας τό φαινόμενο. Ἀλλά τό πρόβλημα ποῦ εἶναι;
            Ὅτι τό παιδί αὐτό δέν τό εἶχαν ἀπό πρίν καθοδηγήσει καί διδάξει σωστά.
            Δηλαδή;
            Νά τό ποῦμε μέ λίγα λόγια. Ὅταν δοῦμε ὅτι τό παιδί δέν πάει καλά, τότε ψάχνουμε νά βροῦμε θεραπεία. Ὅταν δοῦμε ὅτι ἕνας ἄνθρωπος δέν πάει καλά, ψάχνουμε νά βροῦμε γιατρό. Τότε ψάχνουμε νά βροῦμε γιατρό. Προηγουμένως δέν φροντίζομε.
            Καί εἶπε ὁ πατέρας στόν Χριστό: «πῆγα τό παιδί λέει στόν τάδε, στόν τάδε, στόν τάδε, τὄφερα καί στούς μαθητές σου. Ἀλλά δέν κατάφεραν νά κάνουν κανένας, ἀπολύτως τίποτε. Τίποτε δέν ἔκαναν. Καί τό ἔφερα σέ σένα».
            Ὅσοι ἀσχολοῦνται μέ τά παιδιά τό ἔχουν διαπιστώσει. Τά παιδιά ἀδελφοί μου εἶναι καλά πάντοτε, γιατί εἶναι δημιουργήματα τοῦ Θεοῦ. Καί ἔχουν ἕνα μεγάλο, τεράστιο προσόν. Ἔχουν πάντοτε καθαρή καρδιά, καί εἰλικρίνεια. Δέν βρίσκεις δολιότητα στά παιδιά. Δέν βρίσκεις ὑποκρισία καί ψέμα. Θά στά ποῦν ὅλα ὁλοκάθαρα τά παιδάκια.
            Ἀλλά ἐνῶ ἔχουν αὐτές τίς μεγάλες ἀρετές, καθαρότητα καί εἰλικρίνεια, κάνουν διάφορες ἁμαρτίες. Ἐπειδή εἶναι χωρίς πείρα. Καί ἐπειδή δέν ξέρουν καλά τήν σημασία τῶν πραγμάτων, ἐπαναλαμβάνουν ὅτι βλέπουν. Θά ποῦν καμιά κουβεντούλα, θά κλέψουν κανά γλυκό, θά ξεχάσουν καί θά κάνουν καμιά παρακοή, θά παρατήσουν τό διάβασμα καί θά πᾶνε νά παίξουν κτλ... Ὅλα αὐτά εἶναι ἁμαρτίες τῶν παιδιῶν.
            Ἔρχεσαι τώρα καί τά ρωτᾶς τά παιδιά. Τά ρωτᾶμε καί ἐμεῖς μερικές φορές, ὅταν ἔρχονται νά ἐξομολογηθοῦν. Ξέρετε τί χαρά πού εἶναι γιά τούς παπάδες νά βλέπουν παιδάκια νά ἐξομολογοῦνται; Γιατί ὅτι ἔχουν κάνει θά τά ποῦν ὅλα. Καί τά λένε μέ ἀπόλυτη εἰλικρίνεια. «Ἔτσι ἔκανα, ἔτσι ἔκανα». Τίποτε ἄλλο.
            Ἔρχονται καί μεγάλοι ἄνθρωποι στήν ἐξομολόγηση. Ἀλλά ἐνῶ τά παιδάκια σοῦ προσφέρουν σιτάρι μόνο, δηλαδή λένε τόν ἑαυτό τους ὅπως εἶναι μέ εἰλικρίνεια, ἀρχίζει ὁ γέρος καί ἡ γριά: «Ξέρεις, ἔκανα κεῖνο κεῖ μέν, ἀλλά μοῦ ἔφταιξε ἡ νύφη μου, ἡ κόρη μου, ὁ γαμπρός μου, ὁ γείτονάς μου». Σάν νά λένε: «Ἐγώ, εἶμαι καλός, ἐγώ δέν θά τὄκανα ποτέ, ἅμα δέν πέφτανε ἀπάνω μου».
            Λέει ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός: «Ὅταν πᾶς νά ἐξομολογηθεῖς, νά μήν θυμηθεῖς ποιός ἔφταιξε πού ἔκανες τήν ἁμαρτία καί κατηγορεῖς τούς ἄλλους. Γιατί αὐτά τά ἔκανε ὁ φαρισαῖος, κατηγοροῦσε στήν προσευχή του τούς ἄλλους. Ἐσύ ἄν θέλεις νά εἶσαι εὐάρεστος στό Θεό, πηγαίνοντας νά ἐξομολογηθεῖς, πού πρέπει νά ἐξομολογούμεθα, γιατί μέ τήν ἐξομολόγηση φεύγει ἀπό μέσα ἡ ἁμαρτία μας καί μένομε λευκοί καί καθαροί... νά κατηγορήσεις μόνον ἕνα. Τόν ἑαυτό σου. Νά εἰπεῖς: «Γιά ὅλα παπούλη, ὅσα λέω τώρα, ἕνας φταίει. Ἐγώ. Κανένας ἄλλος. Γιατί ἅμα ἐγώ δέν ἤμουνα κακός ἤ κακή καί δέν τό ἤθελα, μποροῦσα νά ἀποφύγω τήν ἁμαρτία».
            Ἔστω καί «ἕνα τοῖς ἑκατό» νά φταῖς, ἅμα δέν ἔφταιγες οὔτε ἐκεῖνο τό «ἕνα τοῖς ἑκατό», δέν ἔκανες ἁμαρτία. Πᾶρε λοιπόν ἐπάνω σου τό «ἕνα τοῖς ἑκατό» καί ξέχασε τούς ἄλλους.
            Γιατί τόν Χριστό καί τούς ἁγίους, τούς ἐπιλάτευαν πολλές ὧρες καί πολλές ἡμέρες ἄλλοι ἄνθρωποι καί τά δαιμόνια γιά νά τούς κάνουν νά κάνουν ἁμαρτία. Ἀλλά δέν ἔκαναν. Γιατί δέν ἤθελαν. Ἄρα λοιπόν τό «ἕνα τοῖς ἑκατό» πού φταῖς ἐσύ, εἶναι πολύ σοβαρό, καί πρέπει αὐτό νά θυμᾶσαι καί ὄχι πόσο ἔφταιξαν οἱ ἄλλοι.
5. Ἄν εἴχαμε πίστη τί θά εἴμαστε!
            Ὅλοι φροντίζομε νά στέλνομε τά παιδιά μας στό σχολεῖο.  Καί παρακολουθοῦμε μέ μεγάλη εὐχαρίστηση καί καμαρώνουμε κυριολεκτικά τά παιδάκια, μέ τόν δάσκαλό τους, ἐδῶ στήν Ἐκκλησία.  Εἶναι πολύ συγκινητικό ἀδελφοί, καί δείχνει τί μεγάλος πλοῦτος εἶναι καλά παιδιά καί καλός δάσκαλος.
            Ἀλλά ἐλᾶτε ὅμως, πού ὑπάρχουν μερικές περιπτώσεις, πάει τό παιδί στό σχολεῖο καί ἀντί νά τό διδάσκει καί νά τοῦ λέει ὠφέλιμα πράγματα, τοῦ λέει ὁ δάσκαλος φέρ’ εἰπεῖν: «Ἔ, ποῦ νά ξέρεις... ὑπάρχει ψυχή, ὑπάρχει Παράδεισος, ὑπάρχει κόλαση; Δέν ξέρομε τίποτε. Ἐσεῖς τό ξέρετε τό εἴδατε ποτέ; Ἐσένα σέ βλέπω. Τόν ἀρχάγγελο Μιχαήλ, ἐγώ δέν τόν εἶδα ποτέ μου. Δέν ὑπάρχει. Τόν Παράδεισο, δέν τόν εἶδα. Τό σπίτι μου τό  βλέπω. Τόν Παράδεισο δέν τόν βλέπω. Δέν ὑπάρχει. Ὅτι δέν βλέπω δέν ὑπάρχει».
            Τό σχολεῖο δίνει γνώσεις γιά τά ἐπίγεια. Δίνει κρίση. Βοηθάει τό παιδί νά ἀποκτήσει κρίση, ἀλλά δέν τό βοηθάει νά ἀποκτήσει Θεό καί πίστη. Ὅταν βέβαια εἶναι καλός δάσκαλος τά βοηθάει τά παιδιά γιά ὅλα.
            Ἀλλά ὅταν δέν εἶναι καλός, δέν τό βοηθάει τό παιδί νά ἀποκτήσει Θεό καί πίστη. Βαθμολογεῖ τήν διαγωγή του, ἀλλά δέν τό μαθαίνει νά ἔχει διαγωγή. Νά τό κακό.
            Εἶπε ὁ πατέρας στό Χριστός: «Ἔφερα, τόν γυιό μου στούς ἀποστόλους σου». Καί σήμερα ὅταν φτάσουν πράγματα στό ἀπροχώρητο, τό πᾶνε οἱ γονεῖς στούς παπάδες τό παιδί. Καί οἱ παπάδες προσπαθοῦν νά κάνουν κάτι.
            Λέει τό Εὐαγγέλιο: Οἱ ἀπόστολοι ἄρχισαν καί ἐξόρκιζαν καί προσευχόνταστε, παρακαλοῦσαν τόν Χριστό, παρακαλοῦσαν γιά νά γίνει καλά τό παιδί. Ἀλλά τό παιδί δέν γινότανε καλά. Γιατί;
            Ρώτησαν τόν Χριστό καί τούς τό εἶπε: «Δέν ἔχετε καί σεῖς ὅση πρέπει πίστη. Γιά τήν ἀπιστία σας».
            -Γιατί δέν ἔγινε καλά μέ τίς δικές μας προσευχές;
            -Γιατί δέν εἴχατε ὅση πρέπει πίστη.
            Ξέρετε τί κακό εἶναι καί γιά μένα, καί γι' αὐτό τό χρυσό ἄνθρωπο πού ἔχετε δῶ πέρα παπά  καί κυριολεκτικά χρυσός εἶναι, διαμάντι εἶναι τῆς ἱερωσύνης. Σεῖς τόν ξέρετε καλύτερα ἀπό μένα. Ἐγώ τόν βλέπω, τόν ἀκούω, τόν καταλαβαίνω. Καί σεῖς τόν ζεῖτε. Ἄν εἴχαμε λίγο περισσότερη πίστη στόν Χριστό, πιό βαθειά, τί θά εἴμαστε!
            Θά εἴμαστε ὅτι ἦταν ὁ ἅγιος Βλάσιος. Καί ὅτι ἦταν ὁ ἅγιος Γεώργιος, ὁ ἅγιος Βασίλειος. Τόσο μεγάλο πράγμα εἶναι ἡ πίστη, ἡ πίστη στόν Χριστό.
            Πρέπει νά πιστεύομε μέ ὅλη μας τήν καρδιά. Ὁ πατέρας δέν πίστευε καί γι' αὐτό, λέει, «ἀφοῦ δέν βρῆκα ἀπό πουθενά θεραπεία, τὄφερα σέ σένα Χριστέ μου τό παιδί μου».
            Ἐγώ τί πρέπει νά κάνω; Ἰδιαίτερα σήμερα πού βλέπομε:
            τήν τηλεόραση νά μᾶς γεμίζει δαιμόνια.
            τίς ἐφημερίδες καί τούς ἀνθρώπους τοῦ κόσμου τούτου, νά σκορπίζουν τό δηλητήριο καί τόν πνευματικό θάνατο. Μέ τίς διασκεδάσεις τους, μέ τόν τρόπο τῆς ζωῆς τους, μέ τά γλέντια τους. Μέ τό βόρβορο πού βγαίνει ἀπό τό στόμα τους, ὅπου τό ἀνοίξουν.
            Ὅταν βλέπομε ἀκόμη, νά τό προσθέσομε καί αὐτό, ὅτι καί οἱ παπάδες δέν μᾶς ὁδηγοῦν ὅσο πρέπει καλά, ὅτι ὁ παπάς δέν εἶναι ὅσο πρέπει καλός...
            Ἐγώ δέν πρέπει νά φεύγω ἀπό τόν Χριστό, γιατί τόν ἑαυτό μου καταστρέφω.
Ἀλλά πρέπει νά παίρνω τήν ἀπόφαση: «Πιό κοντά σέ σένα Χριστέ μου. Γιατί ἄν ἀπό ὅλα βγαίνω γελασμένος καί ζημιωμένος, ἀπό σένα, τήν πηγή τῆς ἀγαθότητος, τήν πηγή τοῦ καλοῦ, τήν πηγή τῆς ἀλήθειας καί τῆς αἰώνιας ζωῆς, δέν πρόκειται ποτέ νά βγῶ ζημιωμένος».
            6. Πῶς πᾶμε κοντά στόν Χριστό;
            Πρέπει νά πᾶμε κοντά στόν Χριστό.
            Πῶς πηγαίνομε κοντά στόν Χριστό; Πρῶτα ἀπ'  ὅλα, μέ τά καλά μας ἔργα. Ἐάν ὁ ἄνθρωπος λέει, «ἔχω καλά αἰσθήματα», ὅλοι ἔχομε μερικές στιγμές τουλάχιστον, πολύ καλά αἰσθήματα, ἀλλά δέν κάνει καλά ἔργα, τά ἄσχημα ἔργα, θά μαγαρίσουν τήν ψυχή του καί θά παύσει νά ἔχει καλά αἰσθήματα. Ἐξετάστε, νά σᾶς εἰπῶ ἕνα ἁπλό πραγματάκι. Μήν τό παραξηγήσετε, θά τό πῶ ὅπως γίνεται στόν κόσμο.
            Ἕνα παιδί, εἶναι χρυσό παιδί, καλό παιδί. Καί ἡ κοπέλλα διαμαντάκι. Ξαφνικά λοιπόν, ὁ νεαρός μέ τήν νεαρή, σμίγουν. Τούς ἀρέσει ἡ παρέα τοῦ ἑνός μέ τόν ἄλλο. Καί στό τέλος, χωρίς νά ἔχουν κακή διάθεση, γίνεται ἔρωτας. Ἀλλά ὁ ἔρωτας δέν πάει πάντοτε καλά. Πάει στραβά μερικές φορές. Καί στό τέλος ὁ νεαρός ἤ ἡ κοπέλλα, καταντάει νά θεωρεῖ τόν ἄλλο λεμονόκουπα πού τήν στίβει καί τήν πετάει. Γιατί ἀφοῦ ἀρχίσουν σχέσεις καί στό τέλος διαπιστώσουν ὅτι δέν μποροῦν ἤ δέν πρέπει νά παντρευτοῦν, γιά τούς δικούς τους ὑπολογισμούς ἤ κοινωνικούς ἤ τῶν γονέων, ἤ ὁτιδήποτε ἄλλο, πέστε μου: «Μπορεῖ νά διατηρηθοῦν ἀγαθά αἰσθήματα μέσα στήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου αὐτοῦ;»
            Δέν φτάνει στή θεωρία τῆς λεμονόκουπας: «στίψε, πᾶρε τό λεμονάκι καί πέτα τήν λεμονόκουπα»;
            Ἤ, ὁ ἄλλος εἶναι χαρτοπετσέτα μιᾶς χρήσεως. Σκούπισμα καί στό σκουπιδοντενεκέ.
            Πόσοι δέν φέρνονται ἔτσι στούς ἀνθρώπους, μαγαρίζοντας τήν δική τους ψυχή καί δημιουργώντας γύρω τους ἐρείπια; Πῶς νά μείνουν «τά ἀγαθά αἰσθήματα» μετά ἀπό κάτι τέτοια στίς καρδιές;
            Ἡ ἁμαρτία μαγαρίζει τήν καρδιά. Γι' αὐτό πρέπει ὁ ἄνθρωπος νά μήν κάνει ἁμαρτίες.
            Τώρα ἀδελφοί μου, μέσα στήν Ἐκκλησία, εἴσαστε ὅλοι κοντά στόν Χριστό αὐτή τήν στιγμή. Καί ὄχι ἁπλῶς κοντά στόν Χριστό. Ἄγγελοι εἴσαστε αὐτή τήν στιγμή. Ἄγγελοι, ἀληθινοί ἄγγελοι. Γι' αὐτό καί λέμε: «Οἱ τά χερουβίμ μυστικῶς εἰκονίζοντες» τήν ὥρα τοῦ χερουβικοῦ... Δηλαδή εἴμαστε σάν τά χερουβίμ. Καί δέν λέμε ψέματα. Ἐκείνη τήν στιγμή, σάν χερουβίμ εἴμαστε. Ἡ καρδιά μας στόν Χριστό. Ὅπως εἶναι τά χερουβίμ, γύρω ἀπό τόν θρόνο τοῦ Χριστοῦ, ἔτσι εἴμαστε μέσα στήν Ἐκκλησία. Γεμάτοι ἠρεμία, γεμάτοι εἰρήνη, γεμάτοι δικαιοσύνη. Σκέψεις κακές δέν περνᾶνε ἀπό τό νοῦ μας. Ὅλο ἀγάπη καί ὅλο καλωσύνη. Καί ὅλο πίστη καί ἄνω ἡ καρδιά.
            Νά λοιπόν τώρα, εἶναι ἐδῶ ὁ Χριστός. Τό ἅγιο Ποτήριο εἶναι γεμᾶτο μέ τόν Χριστό πού μακάριος ὅποιος τρώει καί πίνει. Καί ἐμεῖς εἴμαστε ἐδῶ μέσα σάν ἄγγελοι. Τί καλό πού θά ἦταν, ὅπως λέγει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, φεύγοντας ἀπό τήν Ἐκκλησία, βγαίνοντας ἔξω, νά εἴμαστε σωματικά ἔξω ἀπό τήν Ἐκκλησία, ἀλλά ψυχικά νά ἐξακολουθοῦμε νά μένομε μέσα στήν Ἐκκλησία σάν νά στεκόμαστε μπροστά στό Δεσπότη Χριστό, τόν Κύριο καί σωτήρα μας!
            Τί ὡραῖο πού θά ἦταν νά σκεφτόμαστε ἔτσι.
            Καί τί ὡραῖο πού εἶναι ὅταν ἐκεῖνο πού παίρνομε μέσα στήν Ἐκκλησία, τήν χάρη καί τήν δύναμη τῆς πίστεως, τήν καλλιεργοῦμε, μέ τή μελέτη τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ.
            Βγάζομε ἕνα μικρό φυλλαδιάκι, τό παίρνετε ἐδῶ στήν Ἐκκλησία. Λέγεται ΛΥΧΝΙΑ. Ἔχει τέσσερες πέντε ὡραῖες διηγήσεις, πού διδάσκουν τήν ἀγάπη πρός τόν Θεό καί τήν πίστη καί τήν καθαρότητα. Τί ὡραῖο πού εἶναι νά διαβάζει κανείς αὐτά τά λόγια. Νά τά βάζει μέσα στήν ψυχή του.
            Καί τί ὡραιότερο πού εἶναι, ἄν διαβάζει τό ἴδιο τό Εὐαγγέλιο τοῦ Κυρίου καί σωτήρα μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. Τότε, μᾶς λένε οἱ ἅγιοι, τό αἰσθανόμαστε, τό βλέπομε, εἶναι πραγματικότητα, τό ζοῦμε: Ἔρχεται ὁ Χριστός καί κατοικεῖ μέσα στήν καρδιά μας καί μᾶς κάνει νά ἀγαπᾶμε πραγματικά τήν δικαιοσύνη. Πραγματικά τήν εἰρήνη. Πραγματικά τήν καλωσύνη, τήν ἀγάπη, τήν διάθεση νά προσφέρομε στούς ἄλλους. Τήν διάθεση νά ἔχομε θυσία γιά τούς ἄλλους. Τήν διάθεση νά εἴμαστε κοντά στόν Χριστό. Νά μιμούμαστε τόν Χριστό καί τούς ἁγίους.
7. Ἔτσι φεύγουν τά δαιμόνια
            Ἔτσι φεύγουν ἀπό τόν κόσμο τά δαιμόνια. Καί δέν κινδυνεύουν οἱ πατεράδες νά τούς σφάξουν τά παιδιά τους. Οὔτε νά τά βλέπουν νά ἀφρίζουν, νά τρίζουν «τούς ὀδόντας καί νά ξηραίνονται». Καί ἔτσι ἡ καρδιά τοῦ ἀνθρώπου ζωοποιεῖται· γιατί ἕνας εἶναι ἡ ζωή, ὁ Χριστός. Καί ὅταν ὁ Χριστός ἔρχεται μέσα μας, ἡ ψυχή μας εἶναι γεμάτη ἀπό ζωή καί ἀπό ὑγεία πνευματική.
            Ἄς τόν παρακαλέσομε λοιπόν, νά μᾶς φωτίζει νά εἴμαστε πάντοτε κοντά του. Νά μᾶς δίνει δύναμη νά ζοῦμε ὅσο μποροῦμε περισσότερο σύμφωνα μέ τίς ἐντολές του.
            Καί ἄς τόν παρακαλέσομε, τόν ὑπόλοιπο χρόνο τῆς ζωῆς μας, ἀλλά καί τόν ὑπόλοιπο χρόνο πού ἔχομε μέχρι τήν ἁγία καί μεγάλη ἑορτή τῆς ἀναστάσεως, πού εἶναι σύμβολο ἐκείνης τῆς ἀναστάσεως πού θά βροῦμε ὅταν θά σαλπίσει ἡ σάλπιγγα τῆς δευτέρας Παρουσίας, νά φτάσομε στήν μεγάλη ἑορτή τῆς ἀναστάσεως, πιό καλοί, πιό γεροί, πιό δυναμωμένοι, πιό ὑγιεῖς στήν πίστη, πιό ἀφοσιωμένοι στόν Χριστό. Καθαροί ἀπό τίς ἁμαρτίες μας, μέ τήν ἐξομολόγηση καί μέ τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ στό στόμα, στήν καρδιά, στό νοῦ μας. Ἀμήν.-
πηγη ζωηφορος