Πέμπτη 25 Σεπτεμβρίου 2014

Άγιος Νείλος ο νεότερος από την Καλαβρία

Άγιος Νείλος ο νεότερος από την Καλαβρία 
 
Ο Όσιος Νείλος ο Νέος γεννήθηκε στο Ροσσάνο της Κάτω Ιταλίας το έτος 910 μ.Χ. και θεωρήθηκε «θεῖο δῶρο» από τους γονείς του, οι οποίοι τον αφιέρωσαν στην Υπεραγία Θεοτόκο. Ως παιδί μελετά την Αγία Γραφή και τους Πατέρες της ερήμου, ζητώντας από τους γονείς του να του εξηγήσουν το νόημα των δύσκολων εδαφίων. Ήταν ακόμα νεαρό παιδί, όταν απεβίωσαν και οι δύο γονείς του, και την ανατροφή του την ανέλαβε η ευσεβής αδελφή του, η οποία μερίμνησε για τη μόρφωσή του και τον καθοδήγησε με το σωστό τρόπο. Όμως ο Νείλος, ως ένας ευπαρουσίαστος, ευφυής και εύγλωττος νέος, είναι περιζήτητος από τις νεαρές κοπέλες της πόλεως, και σύμφωνα με τη διήγηση του Βίου, μία από αυτές τον κατακτά. Ενώνεται μαζί της και αποκτούν ένα παιδί. Ο Νείλος όμως δεν παραμένει κοντά τους για πολύ. Σε μία κρίση υψηλού πυρετού, ο Νείλος βλέπει ένα όραμα θανάτου και αιώνιας καταδίκης, το οποίο είναι τόσο ζωηρό, που τον έκανε να τρέμει σύγκορμος. Έτσι μία ημέρα, χωρίς να μιλήσει σε κανένα, φεύγει για τις μονές του Μερκουρείου. Οι μοναχοί εκεί φοβούνται όμως να τον δεχθούν στα μοναστήρια τους, καθ' ότι ο κυβερνήτης της περιοχής είχε αποστείλει επιστολές σε όλα τα μοναστήρια, απειλώντας τους μοναχούς και τη μονή που θα δεχθεί τον Όσιο Νείλο. Έτσι, έστειλαν τον Όσιο σε μοναστήρι που βρισκόταν σε ξένη, Λομβαρδική επαρχία.

Καθ' οδόν προς το μοναστήρι, ο Νείλος εμποδίσθηκε δύο φορές, τη μία από Σαρακηνό και τη δεύτερη από ιππότη. Και οι δύο του υπέδειξαν να γυρίσει πίσω. Παρά ταύτα, ο Νείλος πήγε στο μοναστήρι του Αγίου Ναζαρίου, όπου παρέμεινε για λίγο μόνο καιρό. Ενδύθηκε το μοναχικό σχήμα, με τον όρο να του επιτραπεί η επιστροφή στο Μερκούρειο μετά από σαράντα ημέρες. Ο ηγούμενος της μονής ήθελε να κάνει τον Νείλο ηγούμενο σε μία κοντινή μονή, αλλά εκείνος ορκίσθηκε πως δεν πρόκειται ποτέ στη ζωή του να δεχθεί οποιεσδήποτε τιμές ή υψηλές θέσεις.

Κατόπιν αυτού, ένας από τους πρώην υπηρέτες τον επισκέπτεται, για να τον ενθαρρύνει στη νέα του ζωή. Ο Νείλος ζητά από τον υπηρέτη του να μείνει μαζί του και του δίδει τα ρούχα και το χιτώνα του, αφού ο άνθρωπος εκείνος δεν είχε την οικονομική ευχέρεια να αγοράσει το ένδυμα που φορούν οι μοναχοί. Στην συνέχεια, ο Νείλος ζητά να του δώσουν ένα δέρμα προβάτου, για να το φορά ως μανδύα. Συγχρόνως, αναγγέλλει την πρώτη του προφητεία, προβλέποντας το θάνατο ενός κακού ευγενούς, ο οποίος διέμενε κοντά στη μονή. Αμέσως μετά, αναχωρεί για το Μερκούρειο.

Ο Όσιος Νείλος τρέφει μεγάλο σεβασμό προς τον Άγιο Φαντίνο (βλέπε 30 Αυγούστου) και αναπτύσσεται ένας πολύ στενός πνευματικός δεσμός μεταξύ των δύο Αγίων. Τους περιστοιχίζουν μοναχοί, για να παρακολουθούν τα αναγνώσματα των Γραφών καθώς και τις συζητήσεις τους. Όταν κάποιοι μοναχοί πήγαν σε ένα γέροντα που τον έλεγαν Ιωάννη και ύμνησαν την αρετή του Οσίου Νείλου, ο Ιωάννης πεθύμησε να τον υποβάλλει σε δοκιμασία. Όταν έτυχε να συναντήσει ο Ιωάννης τον Νείλο, του προσέφερε ένα πολύ μεγάλο ποτήρι γεμάτο κρασί, κάτι που ο Όσιος δεν έπινε ποτέ. Όμως πήρε το ποτήρι, ζήτησε την ευλογία του Ιωάννου και άδειασε ολόκληρο το ποτήρι. Το έκανε αυτό σε ένδειξη σεβασμού και υπακοής προς το γέροντα.

Μετά από λίγο καιρό, δέχθηκε δριμύτατη επίπληξη από τον Ιωάννη, όταν προσπάθησε να διορθώσει την ερμηνεία που έδωσε ο Ιωάννης σε ένα εδάφιο του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου. Ο Νείλος δέχθηκε την επίπληξη με σεβασμό, αλλά βασανιζόταν από τη σκέψη μήπως ο Ιωάννης σκέπτεται αιρετικά. Στο σημείο αυτό, εμφανίζεται ο σατανάς στον Όσιο Νείλο, με τη μορφή των Αγίων Αποστόλων Πέτρου και Παύλου, προκειμένου να τον πειράξει. Του δίδουν μία ερμηνεία του εδαφίου και εξαφανίζονται. Αργότερα την ίδια ημέρα, αντιλαμβανόμενος πως η ερμηνεία αυτή ήταν αιρετική, σπεύδει ο Όσιος Νείλος στον Ιωάννη και του λέγει όσα έγιναν. Ο Ιωάννης τον αναπαύει και τον ενθαρρύνει.

Μια έντονη επιθυμία γιγαντώνεται μέσα στην καρδιά του Οσίου για ησυχία, και με την ευλογία των εκεί Πατέρων πηγαίνει να μείνει μέσα σε μια σπηλιά που βρίσκεται κοντά στη μονή.

Ένας από τους συνεχείς πειρασμούς του Οσίου Νείλου είναι η σκέψη πως μπορεί να δει ένα Άγγελο, η μια φλόγα ή φωτιά, ή το Άγιο Πνεύμα, επάνω στην Αγία Τράπεζα που ήταν αφιερωμένη στον Αρχάγγελο Μιχαήλ, μέσα στη σπηλιά του. Πολεμά αυτόν τον πειρασμό καλύπτοντας τους οφθαλμούς του με ποταμούς δακρύων και κάνοντας πολλές μετάνοιες. Πρέπει όμως να πολεμήσει και σαρκικούς πειρασμούς. Για να τους πολεμήσει, ρίχνει τον εαυτό του επάνω σε αγκάθια και μέσα από τον πόνο κατασβήνει την επιθυμία αυτή.

Κάποτε που ήταν στη Ρώμη, παρατήρησε μία ψηλή και επιβλητική γυναίκα μέσα στην εκκλησία του Αγίου Πέτρου και εντυπωσιάσθηκε τόσο πολύ από τη μορφή της, που ότι και αν έκανε, δεν μπορούσε να τη βγάλει από τη σκέψη του. Βλέποντας πως χάνει τη μάχη με αυτή την αδυναμία, στρέφεται προς τον Κύριο με αδιάλειπτη προσευχή. Από τον Εσταυρωμένο που έχει απέναντί του, βλέπει τη μορφή του Χριστού να υψώνει το δεξί Του χέρι και να τον ευλογεί τρείς φορές. Από τη στιγμή αυτή και στο εξής, όπως αναφέρεται στο Βίο, παύει κάθε πόλεμος και ακάθαρτο ερέθισμα στη ζωή του, ώστε αυτό που δεν κατόρθωσε να επιτύχει με τις πολλές νηστείες και αγρυπνίες του, το απέκτησε διά της ομολογίας της δικής του αδυναμίας.

Κάποτε πλησίασε τον Όσιο ένας μοναχός, ζητώντας να γίνει μαθητής του. Μετά από λίγο καιρό ο μοναχός κουράσθηκε από τον τρόπο ζωής του Οσίου και άρχισε να φιλονικεί μαζί του. Ο Όσιος αποφάσισε να τον διώξει, αλλά εκείνος του υπενθύμισε πως πρέπει να του δοθούν πίσω τα τρία νομίσματα που του είχε δώσει όταν πρωτοπήγε, τα οποία ήταν να δοθούν στους πτωχούς. Αν και ο Όσιος δεν είχε πλέον τα χρήματα αυτά, πήγε σε ένα κοντινό μοναστήρι και ζήτησε να του τα δανείσουν, τα οποία και εξόφλησε στο μοναστήρι φιλοτεχνώντας τρία αντίγραφα του Ψαλτηρίου.

Ο Όσιος αρχίζει να παρουσιάζει κάποιο πρόβλημα όγκου στο λαιμό του, πράγμα που καθιστά αδύνατη την ομιλία και επίπονη την κατάποση. Ο Όσιος Φαντίνος του ζητά να επιστρέψει στο μοναστήρι, προκειμένου να τον περιποιηθούν. Στο μοναστήρι, ο Νείλος βασανίζεται από τη σκέψη πως αν φάει ψάρια ίσως θεραπευθεί, αλλά η επιθυμία να φάει ψάρι ίσως να προέρχεται από το διάβολο. Ένας άνθρωπος του έφερε λίγα ψάρια, αλλά ο Όσιος αρνήθηκε να τα φάει. Ο Κύριος ανταμείβει την υπομονή και τη γενναιοψυχία του Οσίου και τον απαλλάσσει από τον όγκο διαλύοντάς τον μέσα στο λάρυγγά του. Μετά από αυτό, ο Όσιος επέστρεψε στο σπήλαιό του.

Ο διάβολος εμφανίζεται στον Όσιο, με τη μορφή Αιθίοπα, ο οποίος τον κτυπά στο κεφάλι με ένα μεγάλο ρόπαλο. Ο Νείλος μένει αναίσθητος στη γη και όταν ανασηκώνεται, αντιλαμβάνεται πως το πρόσωπό του είναι πολύ πρησμένο και με πολύ κόπο μπορεί να χρησιμοποιήσει το βραχίονά του. Μένει στην κατάσταση αυτή επί σχεδόν ένα χρόνο, πεπεισμένος πως καμία ανθρώπινη βοήθεια δεν μπορεί να γιατρέψει πληγές που έχουν προξενηθεί από δαίμονα. Θεραπεύεται, όταν επιστρέφοντας στο μοναστήρι των Αγίων Αποστόλων Πέτρου και Παύλου, του ζητήθηκε να αναγνώσει το Εγκώμιο του Αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού προς τιμήν των δύο Αποστόλων. Καθώς προχωρούσε η ανάγνωση, ο Όσιος προοδευτικά θεραπευόταν.

Μετά από λίγο καιρό, ο Όσιος Φαντίνος βλέπει ένα εκστατικό όραμα, το οποίο προμηνύει την καταστροφή του Μερκουρείου από τους Σαρακηνούς. Περιφέρεται πενθώντας, λέγοντας πως οι εκκλησίες, τα μοναστήρια και τα βιβλία τους πρόκειται όλα να καταστραφούν. Αρνείται να μείνει μέσα στο μοναστήρι και αντ' αυτού περιφέρεται στους γύρω λόφους τρεφόμενος μόνο με άγρια βότανα. Στη συνέχεια αποφασίζει να εγκαταλείψει το Μερκούρειο. Οι μοναχοί της μονής του, έρχονται στον Όσιο Νείλο, παρακαλώντας τον να τους αναλάβει και να τους ορίσει κάποιον ηγούμενο. Γνωρίζουν ποιόν προτιμούν για ηγούμενο, αλλά αφήνουν την εκλογή στον Όσιο Νείλο. Ο Όσιος επιστρέφει μαζί τους στη μονή και εκεί επιλέγει ως ηγούμενο τον αδελφό του Οσίου Φαντίνου, τον Λουκά. Ο Λουκάς αρνείται την τιμή, αλλά ο Νείλος τον αναγκάζει να τη δεχθεί.

Μετά την αναχώρηση του Γέροντος Φαντίνου, ο πρώτος πραγματικός μαθητής του, ο μακάριος Στέφανος, έρχεται κοντά του. Ο Στέφανος είναι νεαρός, περίπου είκοσι ετών, αγρότης από πτωχή οικογένεια, που φροντίζει τη μητέρα και την αδελφή του μετά το θάνατο του πατέρα του. Είναι γνωστός για την αθωότητα και την απλότητά του. Πηγαίνει στον Όσιο Νείλο, κάθεται δίπλα του, και περιμένει να του πει ο Όσιος τι επιθυμεί. Όταν ερωτάται, απαντά πως επιθυμεί να γίνει μοναχός. Ο Νείλος προσφέρεται να του δείξει το δρόμο προς τα μοναστήρια, όμως ο Στέφανος του απαντά πως τα γνωρίζει και δεν τον αναπαύουν εσωτερικά. Προτιμά να μείνει με τον Όσιο Νείλο και επιμένει να μαθητεύσει κοντά του. Ο Όσιος τελικά δέχεται να τον κρατήσει κοντά του ως υποτακτικό και αρχίζει να τον δοκιμάζει, καθώς διαπιστώνει πως ο Στέφανος από τη φύση του είναι μάλλον τεμπέλης. Ο Όσιος προσπαθεί αρχικά να τον διορθώσει και να τον κάνει πιο ευγενή και ανδρείο. Μετά από τριετή προσπάθεια να το επιτύχει αυτό διά της υπομονής και λογικής, ο Όσιος στη συνέχεια αποφασίζει να παιδαγωγήσει πολύ πιο σκληρά τον Στέφανο. Μερικές φορές τον κτυπά στην προσπάθειά του να τον αναγκάσει να αποστηθίσει τις απλές προσευχές και το Ψαλτήρι. Ο Στέφανος υπομένει όλη αυτή τη σκληρή συμπεριφορά με καρτερία και προσπαθεί να υπακούσει. Μέχρι που λέγει στον Όσιο πως δεν ενοχλείται από προσβολές του διαβόλου, αλλά πως το μοναδικό του βάσανο είναι οι συνεχείς προσβολές της ασυγκράτητης επιθυμίας για ύπνο. Ο Όσιος Νείλος του κατασκευάζει ένα σκαμνί με ένα μόνο πόδι, ώστε κάθε φορά που θα τον παίρνει ο ύπνος να πέφτει κάτω. Ο Στέφανος πέφτει κάτω άπειρες φορές τραυματίζοντας ακόμα τα χέρια και το πρόσωπό του.

Ο Όσιος φέρεται πολύ αυστηρά στον Στέφανο. Ένα καλό παράδειγμα αυτής της συμπεριφοράς είναι η τιμωρία που επέβαλε ο Όσιος, όταν ο Στέφανος έσπασε ένα πήλινο δοχείο. Ο Στέφανος πηγαίνει στον Όσιο και του δείχνει τα κομμάτια. Ο Όσιος τότε δένει όλα τα κομμάτια μεταξύ τους και τα κρεμάει γύρω από το λαιμό του Στεφάνου, κάνοντας τον Στέφανο να στέκεται όρθιος μέσα στην τραπεζαρία ενώ οι άλλοι μοναχοί έτρωγαν, προκειμένου να τους επιδεικνύει το σφάλμα του.

Όμως, ο Όσιος επιδεικνύει μεγάλη ελεημοσύνη στον ευλογημένο Στέφανο. Ρωτά για την κατάσταση της οικογένειας του Στεφάνου στέλνοντας την ηγουμένη Θεοδώρα, μια σεβαστή μοναχή που ζούσε ασκητικά σε ένα κοντινό μοναστήρι με μοναχές, να τους επισκεφθεί. Ο Όσιος μάλιστα της ζητά να φιλοξενήσει τη μητέρα και την αδελφή του ευλογημένου Στεφάνου. Η Θεοδώρα έδωσε τη συγκατάθεσή της στην πρόταση αυτή, έτσι η μητέρα και η αδελφή του Στεφάνου έζησαν τις υπόλοιπες ημέρες της ζωής τους υπηρετώντας πιστά και ειλικρινά τον Θεό μέσα στο μοναστήρι αυτό.

Ήλθε κάποτε μία περίοδος με πολλές εισβολές Σαρακηνών. Όταν οι Σαρακηνοί πλησίασαν την περιοχή του Μερκουρείου, οι μοναχοί αναζήτησαν καταφύγιο στα γύρω οχυρά. Ο μακάριος Στέφανος, ο οποίος ευρισκόταν την εποχή εκείνη στη μονή του Αγίου Φαντίνου, κατέφυγε σε ένα οχυρό, χωρίς να επιστρέψει στο σπήλαιο όπου βρισκόταν ο Όσιος Νείλος. Ο Όσιος αρχίζει να ανησυχεί για το μαθητή του Στέφανο. Όταν, πηγαίνοντας στο μοναστήρι του Αγίου Φαντίνου το βρίσκει λεηλατημένο και εγκαταλελειμμένο, νομίζει πως ο Στέφανος είναι αιχμάλωτος των Σαρακηνών και αρχίζει να λέγει στον εαυτό του πως εάν ο Στέφανος ήταν αιχμάλωτος, τότε και ο ίδιος θέλει να μοιρασθεί την αιχμαλωσία του. Αν και φοβάται τη σκληρότητα των Σαρακηνών, νοιώθει την υποχρέωση ως Χριστιανός να δώσει τη ζωή του για το φίλο του. Έτσι, αναχωρεί προς αναζήτηση των Σαρακηνών. Μόλις όμως κατάλαβε πως τους βρήκε, όλοι τους φαίνεται να τον αναγνώρισαν και πέφτουν στα γόνατα μπροστά του, βγάζοντας από τα κεφάλια τους τα τουρμπάνια τους. Ο Όσιος τότε αναγνωρίζει πως είναι άνδρες του οχυρού που έχουν μεταμφιεσθεί σε Σαρακηνούς, προκειμένου να προφυλάξουν την περιοχή. Από αυτούς μαθαίνει πως όλοι είναι ασφαλείς, ακόμα και ο Στέφανος.

Όσο έμενε ο Στέφανος στο μοναστήρι, για να βοηθήσει στη συγκομιδή, διδάχθηκε από ένα γέροντα πως να φτιάχνει καλάθια. Πηγαίνει ένα τέτοιο καλάθι στον Όσιο Νείλο στο σπήλαιό του, πιστεύοντας πως αυτό θα τον ευχαριστούσε. Όμως ο Όσιος του δίδει εντολή να το καταστρέψει αμέσως, επειδή το έφτιαξε χωρίς την ευλογία του. Ο ίδιος γέροντας πηγαίνει αργότερα στον Όσιο Νείλο και τον ρωτά εάν ο Στέφανος μπορεί να τον βοηθήσει να μαζέψει άχυρο. Ο Όσιος δίδει τη συγκατάθεσή του. Όταν επιστρέφουν, ο γέροντας του λέγει με έντονο παράπονο πως έχασε το Ψαλτήρι του. Ο Νείλος επιπλήττει τον Στέφανο που επέτρεψε να συμβεί αυτό, καθώς και για την απροσεξία του να μην έχει παρατηρήσει που είχε αφεθεί το Ψαλτήρι. Τότε του λέγει πως οφείλει να δώσει στον ηλικιωμένο μοναχό το δικό του Ψαλτήρι.

Όταν κάποτε ο Όσιος Νείλος έστειλε τον Στέφανο στο Ροσσάνο, για να αγοράσει μία περγαμηνή, αυτός επέστρεψε συνοδευόμενος από ένα ηλικιωμένο άνδρα, ο οποίος ήταν ένας από τους μεγάλους άνδρες της πόλεως. Το όνομά του ήταν Γεώργιος.

Αυτός είπε στον Όσιο πως επιθυμεί να γίνει μοναχός εξ’ αιτίας ενός οράματος που είχε δει, όπου ο Κύριος του υπέδειξε να πάει στον Όσιο Νείλο να τον κείρει μοναχό. Ο Όσιος είπε στον άνθρωπο να πάει σε κοινόβιο, όπου θα βρει ανάπαυση ψυχής και σώματος. Την επόμενη Κυριακή μάλιστα τον οδήγησε στο κοινοβιακό μοναστήρι του Καστελάνου, για να τον αφήσει εκεί, μα ο Γεώργιος δεν αποδέχθηκε αυτό το γεγονός, λέγοντας στον Όσιο πως δεν είναι σωστό αυτό που κάνει, καθ' ότι εκεί πού πηγαίνει ο δάσκαλος, εκεί πρέπει να πηγαίνει και ο μαθητής του. Έτσι επέστρεψαν μαζί στο σπήλαιο. Εκεί, ο Γεώργιος αφηγήθηκε ολόκληρη τη ζωή του, αναφέροντας στον Όσιο πως έχει γνωρίσει εξ’ ίσου την αφθονία και την υστέρηση και πως ούτε η νηστεία ούτε η εργασία τον τρομάζουν, καθ' ότι τα έχει γνωρίσει και τα δύο, κατά τη διάρκεια των πολλών ταξιδιών του ανά τον κόσμο. Ανάμεσά τους αναπτύσσεται μία βαθιά πνευματική σχέση, και ο Γεώργιος προοδευτικά αποδέχεται την τραχιά και ασκητική ζωή που διάγει ο Όσιος Νείλος.

Ακολουθεί ο θάνατος του Γεωργίου και ο Βίος, αφού σημειώνει πως εξελίχθηκε σε τέλειο μοναχό, τον υμνεί για την υπακοή, τη νέκρωση, τον ασκητισμό και την καταφρόνηση του ιδίου θελήματος, που όλα συνιστούν πραγματικά μαρτυρική ζωή.

Το μοναστήρι συνεχώς μεγάλωνε, όμως ο Όσιος Νείλος, λόγῳ της βαθιάς ταπεινοφροσύνης του, πάντα παραχωρούσε τον τίτλο του ηγούμενου σε άλλον. Ο πρώτος που έλαβε τον τίτλο αυτό ήταν ο μοναχός Πρόκλος, ένας άνδρας ευρείας μορφώσεως, που πριν ακόμα γίνει μοναχός, νήστευε στα νιάτα του, μελετούσε το Ψαλτήρι καθημερινά και έκανε πολλές μετάνοιες ημερησίως. Ως μοναχός, ζούσε αυστηρά ασκητικό βίο, όμως έπρεπε να μάχεται εναντίον πολλών ασθενειών.

Την εποχή ενός τρομερού σεισμού, τον οποίο ακολούθησε μεγάλη βροχόπτωση, ο Όσιος Νείλος πήγε στο Ροσσάνο. Το μόνο κτήριο πού έμεινε όρθιο ήταν ο καθεδρικός ναός, που ήταν αφιερωμένος στην Αγία Ειρήνη. Το μεγαλύτερο θαύμα όμως ήταν πως δεν είχε πάθει κακό κανένας άνθρωπος ή ζώο. Όταν έμαθε γι' αυτό ο Όσιος Νείλος, κατευθύνθηκε προς την πόλη. Εκεί, βρήκε στο δρόμο ένα παλαιό δέρμα λύκου, το οποίο φόρεσε, για να μην τον αναγνωρίσει κανείς. Τα παιδιά της πόλεως έτρεχαν πίσω του πετώντας πέτρες και φωνάζοντας «Εσύ, Βούλγαρε!», ενώ άλλοι τον αποκαλούσαν «Φράγκο» ή «Αρμένιο» . Ο Όσιος Νείλος προχώρησε σιωπηλά προς τον καθεδρικό ναό, όπου έβγαλε το δέρμα του λύκου και εισήλθε μέσα στο ναό, για να κλάψει μπροστά στην εικόνα της Θεοτόκου, η οποία ήταν οδηγός και προστάτιδά του. Εκεί, ο φύλακας του ναού, ονόματι Κανίσκας, ο οποίος είναι ο πρώην διδάσκαλος του Οσίου Νείλου, μαζί με μερικούς άλλους ιερείς εκπλήσσονται με την επίσκεψή του στο Ροσσάνο. Ο Όσιος Νείλος απηύθυνε κάποιο λόγο στους παριστάμενους και, αφού τους είπε να αποχωρήσουν, έμεινε με τον Κανίσκα και προσπάθησε να τον πείσει να εγκαταλείψει την απληστία του. Όμως ο Κανίσκας συνεχώς πρόβαλε δικαιολογίες για τις αμαρτίες του. Τελικά, ο Όσιος Νείλος του είπε πως κάποτε θα επιθυμήσει να μετανιώσει, αλλά θα είναι πολύ αργά να το κάνει. Σύντομα μετά, καθώς προσευχόταν, ο Όσιος Νείλος ασθένησε και έπρεπε να μείνει στο κρεβάτι του. Τότε έλαβε επιστολή από τον Κανίσκα, ο οποίος τον εκλιπαρούσε να πάει κοντά του και να του αφαιρέσει τα πλούτη του, πριν τον κρατήσει δέσμιο ο διάβολος τη στιγμή του θανάτου. Ο Όσιος Νείλος αμέσως θεραπεύθηκε από την ασθένειά του και η μόνη αντίδρασή του ήταν να υμνήσει τον Θεό, ο Οποίος στην άμετρή Του πρόνοια δεν επέτρεψε να κάνει αυτό πού το θείο θέλημα δεν επιθυμούσε.

Μετά από αυτό το γεγονός, το Άγιο Πνεύμα φώτισε τον Όσιο, ο οποίος αμέσως πήγε κοντά στους μοναχούς του, καθ' ότι ο διάβολος τριγυρνούσε ανάμεσά τους αναζητώντας να καταβροχθίσει κάποιον. Ο Όσιος Νείλος περπατούσε ανάμεσα στους αδελφούς του ακατάπαυστα ολόκληρη την ημέρα προτρέποντάς τους να επικαλούνται το Όνομα του Ιησού Χριστού, για να διώξουν μακριά το διάβολο. Τελικά, τη δεκάτη ώρα, ο διάβολος έριξε στο έδαφος ένα μεγάλο δένδρο σκοτώνοντας ένα σκυλί. Ο Βίος σχολιάζει πως ο διάβολος στην πραγματικότητα είχε σκοπό να το κάνει αυτό σε έναν από τους μοναχούς, αλλά εμποδίσθηκε από τον Όσιο, ο οποίος ήταν ως Άγγελος Κυρίου που τειχίζει αυτούς που έχουν φόβο Θεού και τους λυτρώνει.

Ο Όσιος Νείλος δυσφορούσε καθώς διαπίστωνε πως οι μοναχοί δεν πρόκοπταν στην αρετή. Έτσι αποφάσισε να δοκιμάσει την υπακοή των μοναχών του, για να διαπιστώσει εάν πρέπει να συνεχίσει να ζει μαζί τους ή όχι. Γι' αυτό το σκοπό πρόσταξε τους μοναχούς να κόψουν τα πλεονάζοντα κλήματα της μονής, αφήνοντας μόνο όσα χρειάζονται. Οι μοναχοί δεν απάντησαν, μόνο βγήκαν έξω και προχώρησαν να κάνουν αυτό που τους πρόσταξε ο Όσιος Νείλος. Όταν ο Όσιος είδε την υπακοή τους, έδωσε υπόσχεση στον Θεό πως δεν θα προτιμήσει τίποτε επάνω από αυτούς.

Κοντά στο Ροσσάνο υπήρχε ένα παρεκκλήσι αφιερωμένο στην Αγία Αναστασία, το οποίο είχε οικοδομηθεί από τον Ευπράξιο, ένα Βυζαντινό αξιωματικό, ο οποίος εκείνο τον καιρό βρισκόταν στην Κωνσταντινούπολη. Η φροντίδα του παρεκκλησίου είχε ανατεθεί στο μοναχό Αντώνιο, ο οποίος, πριν το θάνατό του, το παρέδωσε στον Όσιο Νείλο. Εκεί ο Όσιος οικοδόμησε μοναστήρι, για τις μοναχές που ζούσαν στα διάφορα μέρη της περιοχής εκείνης.

Ο Μητροπολίτης Καλαβρίας Θεοφύλακτος, ο δομέστικος Λέων, μαζί με τους ηγέτες του Ροσσάνο και πολλοί εκ του κλήρου και των λαϊκών πήγαν κάποτε στον Όσιο. Είχαν συζητήσει καθ' οδόν τις ερωτήσεις που θα έπρεπε να θέσουν στον Όσιο Νείλο, για να τον δοκιμάσουν. Όταν τους αντιλήφθηκε ο Όσιος, προσευχήθηκε στον Χριστό, λέγοντας πως γνωρίζει ότι έρχονται για μάταιους λόγους να τον επισκεφθούν, και συνεπώς χρειάζεται θεία βοήθεια να πει αυτά πού είναι απαραίτητα, αλλά και σύμφωνα με το θέλημα του Θεού. Ο Όσιος τελικά προχώρησε σε μία μακροσκελή ομιλία περί της ανάγκης για αρετή και την εγκατάλειψη πονηρών ατραπών. Η ομιλία αυτή βοήθησε τους ανθρώπους να ζητήσουν μεγαλόφωνα το έλεος του Θεού. Μετά από αυτό, έθεσαν πολλά ερωτήματα στον Όσιο, αλλά εκείνος χειριζόταν τα ερωτήματά τους με τρόπο ώστε οι ερωτούντες να αναγκάζονται να εξετάσουν τις δικές τους ζωές.

Κάποτε μερικοί από το Ροσσάνο πήγαν στην Κωνσταντινούπολη και κατέθεσαν ψευδείς κατηγορίες σε βάρος του Οσίου Νείλου ενώπιον του αυτοκρατορικού δικαστού Ευπραξίου, λέγοντας πως ο Όσιος είχε πάρει τιμαλφή από το μοναστήρι του, μαζί με όλα τα αντικείμενα του μοναχού Αντωνίου. Ο Ευπράξιος ήλθε στο Ροσσάνο μετά από το διορισμό του ως αυτοκρατορικού δικαστού για την Ιταλία και την Καλαβρία. Όλοι οι ηγούμενοι της περιοχής ήλθαν να τον υποδεχθούν κατά την άφιξή του, όμως ο Όσιος Νείλος έμεινε σε απόσταση, επιθυμώντας να μην παγιδευτεί σε όλη την πομπώδη αυτή επίδειξη κολακείας. Παρέμεινε μέσα στο μοναστήρι του, προσευχόμενος για τη σωτηρία όλου του κόσμου και την ψυχή εκείνου του αξιωματικού. Νοιώθοντας περιφρονημένος από αυτή τη σκόπιμη απουσία του Οσίου Νείλου, ο δικαστής άρχισε να σκέπτεται πως θα τον τιμωρήσει. Όμως γρήγορα αρρώστησε από γάγγραινα. Παρέμεινε άρρωστος επί τρία χρόνια. Ο Όσιος Νείλος τον επισκέφθηκε και ο δικαστής φίλησε τα πόδια Οσίου και του εζήτησε να τον κείρει μοναχό. Αφού έγινε μοναχός, μοίρασε όλα τα υπάρχοντά του στους πτωχούς και παρέδωσε το πνεύμα.

Ο στρατηγός του Θέματος της Καλαβρίας Βασίλειος προσέφερε στον Όσιο Νείλο ένα μεγάλο χρηματικό ποσόν, το οποίο απέκτησε όταν τα στρατεύματά του κατέκτησαν την Κρήτη. Ο Όσιος αρνήθηκε να δεχθεί το παραμικρό μέρος αυτού του ποσού και συμβούλευσε το στρατηγό να δώσει τα χρήματα στον καθεδρικό ναό της πόλεως. Ο Βασίλειος ερώτησε τον Όσιο εάν μπορεί τουλάχιστον να κτίσει ένα παρεκκλήσι για το μοναστήρι, το οποίο διέθετε μόνο ένα μικρό ναό φτιαγμένο από λάσπη. Η απάντηση του Οσίου Νείλου όμως τους ξαφνιάζει, καθ' ότι τους λέγει πως δεν χρειάζεται να κτίσουν τίποτε, εφ' όσον η Καλαβρία σύντομα θα πέσει ολόκληρη στα χέρια των Σαρακηνών. Έτσι ο Όσιος αποφασίζει να φύγει από την Καλαβρία και πηγαίνει στην Κάπουα. Αργότερα φθάνει στη Ρώμη και μετά από πολλές περιπέτειες οδηγείται από τον Θεό στον τόπο που πρόκειται να ενταφιασθεί. Φθάνει στην πόλη του Τούσκουλου, περίπου δώδεκα μίλια μακριά από τη Ρώμη, και πηγαίνει στη μονή της Αγίας Αγάθης, όπου υπάρχουν μερικοί Έλληνες μοναχοί. Ο πρίγκηπας του Τούσκουλου Γρηγόριος, γνωστός για την τυραννικότητα και την αδικία του, έρχεται στον Όσιο και, βάζοντας εδαφιαία μετάνοια στα πόδια του Οσίου, του λέγει πως δεν είναι άξιος, λόγῳ των πολλών του αμαρτιών, να δεχθεί τον Όσιο κάτω από την στέγη του, αλλά διαπιστώνει πως ο Όσιος, όπως ο Κύριος, προτιμά τους αμαρτωλούς από τους δικαίους. Ο πρίγκηπας τότε προσφέρει το σπίτι του, όλες τις εκτάσεις του και το οχυρό του. Ο Όσιος Νείλος όμως του δηλώνει πως χρειάζεται μόνο ένα μικρό μέρος της εκτάσεως, όπου μπορεί να ζήσει σε ησυχία και όπου οι μοναχοί του μπορούν να εξιλεωθούν ενώπιον Θεού για τις αμαρτίες τους και να προσεύχονται για τη σωτηρία του κόσμου.

Ενώ η πλειοψηφία των μοναχών παρέμεινε σε απόσταση από τον τόπο της ασκήσεως του Οσίου Νείλου, ο Όσιος συγκέντρωσε γύρω του λίγους μοναχούς, ανάμεσα στους οποίους ήταν και ο μοναχός Παύλος. Ο Όσιος του παρέδωσε τα μοναδικά του επίγεια υπάρχοντα, που ήταν λίγα κουρέλια, και ζήτησε να μεταλάβει των Αχράντων Μυστηρίων του Χριστού. Μετά από αυτό, ο Όσιος Νείλος τους ευλόγησε και οι μοναχοί τον μετέφεραν μέσα στο ναό, όπου κοιμήθηκε με ειρήνη. Λίγο πριν παραδώσει την αγία του ψυχή στον Θεό, το έτος 1003 μ.Χ., ένας από τους μοναχούς τον άκουσε να προφέρει τα εξής λόγια: «Δέν θά ντροπιαστῶ, ἐπειδή ἐτήρησα, Κύριε, ὅλες τίς ἐντολές Σου».

Ο Όσιος Νείλος συνέθεσε ύμνους στον Όσιο Βενέδικτο, τους οποίους έμελψε μετά μελωδικής ψαλμωδίας σε παννυχίδα και μετά εξηκονταμελούς χορού.

http://www.saint.gr/2505/saint.aspx

Οσία Ευφροσύνη Θυγατέρα Παφνουτίου του Αιγυπτίου

  Οσία Ευφροσύνη Θυγατέρα Παφνουτίου του Αιγυπτίου
 
Η Οσία Ευφροσύνη έζησε στα χρόνια του Θεοδοσίου του μικρού [περί το 410 μ.Χ.), ήταν μοναχοκόρη και πολύ πλούσια. Ο πατέρας της Παφνούτιος ήταν ο πλουσιότερος της Αλεξάνδρειας και μαζί με τη σύζυγο του διακρίνονταν για τη θερμή πίστη τους στο Θεό.

Δώδεκα χρονών η Ευφροσύνη έμεινε ορφανή από μητέρα, και ο πατέρας της αφοσιώθηκε ακόμα πιο φιλόστοργα στην επιμέλεια της κόρης του. Όταν η Ευφροσύνη έφθασε στο 18ο έτος της ηλικίας της, ο πατέρας της θέλησε να την παντρέψει με ένα νέο υψηλής κοινωνικής τάξης.

Όμως την ψυχή της Ευφροσύνης είχε καταλάβει ο θείος έρωτας. Ο γάμος και οι κοσμικότητες θα της ήταν εμπόδιο να αφιερωθεί συστηματικά στην ελεημοσύνη και στην υπηρεσία του πλησίον. Γι’ αυτό κάποια μέρα, αφού διαμοίρασε τα υπάρχοντά της στους φτωχούς, έφυγε κρυφά από το σπίτι, και μετά από πολλές περιπέτειες, κατέληξε μεταμφιεσμένη ανδρικά σε κοινόβιο ανδρικό μοναστήρι. Εκεί πήρε το όνομα Σμάραγδος και όλοι οι μοναχοί θαύμαζαν τον πνευματικό της αγώνα και τη διακονία που πρόθυμα πρόσφερε σε όλους.

Έζησε στο μοναστήρι 38 χρόνια. Στο τέλος της ζωής της συναντήθηκε και με τον πατέρα της, όταν και αυτός έγινε μοναχός στο ίδιο μοναστήρι. Έτσι, με τη ζωή της η Ευφροσύνη μας υπενθυμίζει τα λόγια της Αγίας Γραφής, που λένε: «ἀρνησάμενοι τᾶς κοσμικᾶς ἐπιθυμίας σωφρόνως καὶ δικαίως καὶ εὐσεβῶς ζήσωμεν ἐν τῷ νῦν αἰώνι» (Προς Τίτον, Β' 12). Δηλαδή, αφού αρνηθούμε τις επιθυμίες του ματαίου και αμαρτωλού αυτού κόσμου, να ζήσουμε στον παρόντα αιώνα με εγκράτεια στη ζωή μας, με δικαιοσύνη προς τους συνανθρώπους μας και με ευσέβεια προς το Θεό.

Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. δ’.
Ἐν σοὶ Μῆτερ ἀκριβῶς διεσώθη τὸ κατ᾽ εἰκόνα· λαβοῦσα γὰρ τὸν σταυρόν, ἠκολούθησας τῷ Χριστῷ, καὶ πράττουσα ἐδίδασκες, ὑπερορᾷν μὲν σαρκός, παρέρχεται γάρ· ἐπιμελεῖσθαι δὲ ψυχῆς, πράγματος ἀθανάτoυ· διὸ καὶ μετὰ Ἀγγέλων συναγάλλεται, Ὁσία Εὐφροσύνη τὸ πνεῦμά σου.

http://www.saint.gr/2511/saint.aspx

Τρίτη 23 Σεπτεμβρίου 2014

Παντοτινή ελπίδα στο Θεό


Παντοτινή ελπίδα στο Θεό

Ένας νέος, παρασυρμένος από την τρομερή δύναμη της κακής συνήθειας, έπεφτε συχνά σε βαρύ αμάρτημα. Δεν άφηνε όμως τον αγώνα. Ύστερα από κάθε κατρακύλισμα έχυνε πύρινα δάκρυα και προσευχόταν στο Θεό μ’ αυτά τα πονεμένα λόγια:
«Κύριε, σώσε με, είτε θέλω είτε δε θέλω. Εγώ ως χωματένιος που είμαι, τραβιέμαι εύκολα στη λάσπη της αμαρτίας. Συ όμως έχεις τη δύναμη να μ’ εμποδίσεις. Δεν είναι θαυμαστό, Θεέ μου, αν ελεήσεις τον δίκαιο, ούτε αν σώσεις τον ενάρετο, γιατί αυτοί είναι άξιοι να γευτούν την αγαθότητά σου. Σε μένα τον αμαρτωλό δείξε, Κύριε, το έλεος και τη φιλανθρωπία Σου και σώσε με με θαυματουργικό τρόπο, γιατί μ’ όλη την αθλιότητά μου σε Σε μόνο καταφεύγω ο δυστυχής».
Αυτά έλεγε με συντριβή ο νέος και όταν κυριευόταν από το πάθος και όταν ακόμα ήταν ήρεμος. Κάποια φορά που νικήθηκε ύστερα από αγωνιώδη αντίσταση, γονάτισε αμέσως κι επανέλαβε τα ίδια λόγια, χύνοντας ποταμούς δακρύων. Η ακατανίκητη ελπίδα του στη Θεία ευσπλαχνία ερέθισε το διάβολο. Παρουσιάστηκε μπροστά του όλος μανία και του φώναξε:
— Άθλιε, δε νοιώθεις λίγη ντροπή, όταν με τέτοια χάλια τολμάς να προσεύχεσαι και να παίρνεις στο στόμα σου το όνομα του Θεού; Μάθε μια για πάντα πως για σένα δεν υπάρχει σωτηρία.
Ο γενναίος αγωνιστής δε φοβήθηκε, ούτε την ελπίδα του έχασε, όπως περίμενε ο διάβολος.
— Μάθε κι εσύ, του αποκρίθηκε πως το δωμάτιο αυτό είναι σιδηρουργείο. Μια σφυριά δίνεις και μια παίρνεις. Δε θα πάψω να σε πολεμώ με τη μετάνοια και την προσευχή, ώσπου να βαρεθείς να με πολεμάς κι εσύ με την αμαρτία.
— Έτσι λοιπόν; Φώναξε ο διάβολος με κακία. Από δω κι εμπρός παύω να σε πολεμώ, για να μην αυξηθούν τα βραβεία της υπομονής σου. Κι έγινε αμέσως άφαντος.
— Εύγε σου! Έχεις κατάνυξη, του ψιθύριζε καμιά φορά στο λογισμό του ο εχθρός για να τον ρίξει τώρα στην υψηλοφροσύνη.
— Ανάθεμα σε τούτο το καλό, αποκρινόταν με περιφρόνηση ο νέος. Μήπως αρέσει στο Θεό να χάσει ο άνθρωπος την καθαρότητα της ψυχής του με ρυπαρές πράξεις κι ύστερα να κάθεται να κλαίει;
Μετάφραση από το “Πώς αντιμετώπισαν τους σαρκικούς πειρασμούς”
του Γεώργιου Α. Καλπούζου από τις εκδόσεις “Φωτοδότες”
 www.xfd.gr

Η ανατροφή των παιδιών

Η ανατροφή των παιδιών

Ίσως σκε­φθεί κάποιος δικαιολογημένα τι έχει να πει ένας απομακρυσμένος Αγιορείτης μοναχός για την οικογένεια, για τους γονείς και την ανατροφή των τέκνων τους; Ο μοναχός δεν είναι ανέραστος, μισόκοσμος κι απομονωμένος. Ο μοναχός είναι ευχέτης υπέρ όλης της οικουμένης. Πάντοτε η Εκκλησία ήθελε ν’ ακούει τους μοναχούς. Στην ιερά ησυχία σοφίζεται, φωτίζεται, αγωνιζόμενος και καθαιρόμενος. Παρατηρεί λοιπόν τους ασκη­τές να μηνύουν στον άστατο κόσμο το «στώμεν καλώς, στώμεν μετά φόβου». Η μεγάλη τρυφή του κόσμου, η υπερκαταναλωτική κοινωνία, η ευδαιμονία, η ευμάρεια δεν είναι διόλου θετικά στοιχεία για την ανάπτυξη της πνευματικής ζωής.
Ιδιαίτερα μας προβληματίζει η αδιαφορία των νέων, με τα πολλά ψυχικά τραύματα. Ταπεινά φρονούμε πως ένα τελευταίο ακόμη οχυρό είναι η οικογένεια, παρά τα όποια προβλήματά της. Το πνεύμα του κόσμου έφερε μέσα στην οικογένεια ταραχή, αποσύνδεση, εν ονόματι της ελευθερίας και των δικαιωμάτων, ρήξη και διαμάχη. Η αντιλογία, η γκρίνεια, ο καυγάς, η απειλή, η ψυχρότητα σκιάζουν πολλά σπίτια. Απουσιάζει η αλληλοπεριχώρηση, η αλληλοκατανόηση και ο αλληλοσεβασμός. Η εκκλησιαστική ζωή μόνο θα μας επαναφέρει στην ευθεία. Τότε είναι περιττές όποιες άλλες γνώμες, νουθεσίες και συμβουλές. Η απεκκλησιοποίησή μας θέριεψε το εγώ μας και μας θέλει κυρίαρχους και εξουσιαστές των πάντων, ακόμη και των πολύ δικών μας ανθρώπων, των συζύγων, των παιδιών. Όταν λέμε εκκλησιαστική ζωή δεν θεωρούμε μια γενικά καλή αντίληψη για την εκκλησία, μια πίστη σε ένα ανώτατο ον, μια ευχάριστη ιδεολογία. Η ζωή της Εκκλησίας είναι συγκεκριμένη, με ορθή πίστη στο ζώντα Τριαδικό Θεό, λατρευτική ζωή, αγωνιστική πορεία καθάρσεως και αγιασμού.

Οι γονείς αξίζει από μικρά να οδηγούν τα παιδιά τους τακτικά στην Εκκλησία. Να συνηθίζουν, να λειτουργούνται, να ασπάζονται τις εικόνες, να κάνουν σωστά το σταυρό τους, να κοινωνούν των αχράντων μυστηρίων. Ας είναι ζωηρά και άτακτα, ας κλαίνε, δεν πειράζει, μαθαίνουν, μυρίζουν τα ρούχα τους λιβάνι, ευλογούνται, αγιάζονται. Με μεγάλη μου λύπη είδα σε ορθόδοξους ναούς στην Αμερική, την ώρα της θείας Λειτουργίας να είναι στο υπόγειο τα παιδάκια με την νηπιαγωγό, για να μην ενοχλούν στο ναό τους προσευχόμενους… Είναι απαραίτητο από μικρά τα παιδιά να μάθουν τον τακτικό εκκλησιασμό. Ας μη καταλαβαίνουν, η χάρη ενεργεί πλούσια εντός τους.
Με το «δι’ ευχών» δεν τελειώνει η θεία Λει­τουργία και τα «θρησκευτικά μας καθήκοντα». Χριστιανοί δεν είμαστε μόνο στην εκκλησία. Η εκκλησία θα πρέπει να επεκταθεί στο σπίτι μας. Να υπάρχει εκεί το προσευχητάρι, όχι μόνο για τις δύσκολες ώρες, αλλά καθημερινά. Εκεί ν’ αρχίζει και να τελειώνει η ημέρα. Μακάρι να είναι όλη μαζί η οικογένεια. Αν είναι δύσκολο κι ένας ένας. Τι ωραίο να συνδεθεί κανείς από μικρός με την προσευχή. Δεν θάχει ποτέ μοναξιά. Θάχει ανοικτό μόνιμο δίαυλο με τον Θεό. Αν κανείς παραπονείται από έλλειψη χρόνου, μπορεί να προσεύχεται και στον δρόμο, και στο αυτοκίνητο και στο γραφείο. Δεν χρειάζονται βιβλία και γνώ­σεις· κι ένα «Κύριε ελέησον» εγκάρδιο, είναι ωραία προσευχή. Αρκεί να λέγεται με συναίσθη­ση, με ταπείνωση. Οι μητέρες, οι νοικοκυρές, οι δασκάλες, οι νοσοκόμες, όλες οι γυναίκες, οι άνδρες, στα κτήματα, στις οικοδομές, στις τρά­πεζες, στα ταξίδια· τα παιδιά και στο παιχνίδι και στο σχολείο και στο δωμάτιό τους μπορούν να λένε μία μικρή προσευχή μόνο πέντε μικρών λέξεων: «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με!»
Να μάθει κανείς από νωρίς να κάνει τον σταυρό του, που ξυπνά, που κοιμάται, που ξεκινά κι επιστρέφει στο σπίτι, που αρχίζει και τελειώνει το φαγητό του ή την εργασία του, που πιάνει το τιμόνι ή το μολύβι. Τι ωραίο να ζητάμε πάντα τη βοήθεια του Θεού για όλα. Και θα την έχουμε. Γι’ αυτό υπάρχει, για να δίνει σε αυτούς που του ζητούν, για ν’ ανοίγει σε αυτούς που του κρούουν, για ν’ ακούει αυτούς που τον επικαλούνται.
Εμπνευστής, χειραγωγός, συνδετικός κρίκος της οικογένειας είναι ένας καλός κι έμπειρος πνευματικός πατέρας. Καλό είναι να είναι ένας για όλα τα μέλη της οικογένειας. Όταν όμως για διάφορους λόγους δεν γίνεται, δεν πειράζει πολύ. Σημασία έχει να υπάρχει πνευματικός κι ας μην είναι κοινός, ώστε να δίνει κοινή γραμμή πλεύσε­ως. Καλό επίσης είναι από μικρά και τα παιδιά -από τότε που καταλαβαίνουν- να μάθουν την εξομολόγηση. Ούτε να τα ξεθαρρεύουμε ούτε και να τα φοβίζουμε γι’ αυτό. Φυσιολογικά, απλά, ειρηνικά, με φόβο Θεού, με σεβασμό, ειλικρίνεια και τιμιότητα. Σε αυτό θα βοηθήσουν και οι γονείς και οι πνευματικοί, δίχως βία, πίεση και καταπίεση, που φέρνουν αντίδραση κι άσχημα αποτελέσματα.
Για την οικογένεια και τη σύνδεσή της απα­ραίτητη είναι η ησυχία. Όχι απλά οι λεγόμενες ώρες κοινής ησυχίας, αλλά γενικά είναι πολύ χρή­σιμη η ωραία ησυχία. Ακούει κανείς μουσική στο δωμάτιό του, γιατί να την έχει τόσο δυνατά και να ενοχλεί όλους τους άλλους. Το ίδιο και με την τηλεόραση, στην οποία θα επανέλθουμε, ή όταν μαστορεύει κάποιος κάτι ή όταν συζητά. Γιατί συνεχώς να φωνάζουμε, σαν να μαλώνουμε, για­τί να επιτρέπουμε τόσο θόρυβο και μέσα στο σπί­τι μας; Ο θόρυβος δημιουργεί ανησυχία, ταραχή, ένταση, νευρικότητα, θυμό. Χρειάζεται να βρούμε και τις ώρες της προσωπικής ησυχίας προς μελέτη και περισυλλογή. Γεμίζουμε στενά το πρό­γραμμά μας, δεύτερες εργασίες, πολλές υποχρε­ώσεις, δραστηριότητες, ανάγκες, μέριμνες, κοι­νωνικές εκδηλώσεις, επισκέψεις, δημόσιες σχέσεις και λοιπά. Ο πιο άγνωστος τελικά είναι ο πλη­σιέστερος εαυτός μας. Μήπως φοβόμαστε να μείνουμε μόνοι; Μήπως τελικά αδυνατούμε να δούμε κατάματα το εσωτερικό μας κενό; Πρέπει οπωσδήποτε να δημιουργηθούν προϋποθέσεις κι ευκαιρίες ησυχίας. Ν’ αφιερώσουμε λίγη ώρα και στον δικαιολογημένα απαιτητικό εαυτό μας. Αυτό δεν είναι εγωιστικός ατομισμός. Αν δεν βοηθηθούμε δεν μπορούμε να βοηθήσουμε ποτέ κανένα.
Πάρτε τα παιδιά σας και πηγαίνετε σ’ ένα μοναστήρι, σ’ ένα εξωκκλήσι στην εξοχή, ανάψτε ένα κεράκι, κάντε ευλαβικά τον σταυρό σας, αναπνεύστε, ξελαχανιάστε, αναπαυθείτε, πέστε δυο λόγια εγκάρδια με τους δικούς σας ανθρώπους. Πάτε να ψυχαγωγηθείτε στα λεγόμενα κέντρα διασκεδάσεως και η πολυκοσμία, ο καπνός, ο θόρυβος, η αναμονή σας κουράζουν πιο πολύ. Πάτε για διακοπές και βρίσκετε πιο πολύ κόσμο εκεί απ’ ό,τι στη γειτονιά σας. Πάτε σ’ ένα προ­σκύνημα, σ’ ένα Γέροντα, σ’ έναν φτωχό. Μάθετε τα παιδιά ν’ αγαπάνε, να προσφέρουν, να δίνουν, να χαίρονται. Πάτε σ’ ένα φιλικό σπίτι που δεν θα συγχισθείτε με πολιτικολογίες και κουτσομπολιά, αλλά θα κερδίσετε κάτι πνευματικά. Πρέπει να συνδέονται οι χριστιανικές οικογένειες, να πιά­νουν καλές φιλίες τα παιδιά τους. Στον δύσκολο κόσμο είναι αναγκαίες οι καλές συναναστροφές. Όλοι στο βάθος μας ζητάμε πνευματική ενίσχυ­ση , συμπαράσταση, παρηγοριά.
Τον ελεύθερο χρόνο του δεν θα τον χαρεί αλη­θινά κανείς ούτε στο καφενείο, ούτε στη ντισκο­τέκ, ούτε στην τηλεόραση. Η τηλεόραση έχει καταλάβει κεντρική θέση στη ζωή του νεοέλληνα. Είναι κάτι σαν την αρχαία εστία, σαν βωμός, σαν άμβωνας. Αγαπάται, προσέχεται, επηρεάζει, συντονίζει, αλέθει. Μαθαίνει νέο τρόπο σκέψεως και εκφράσεως, τι θα φορέσουμε, τι θα φάμε, που θα πάμε, τι θα κάνουμε. Πρότυπα οι «ήρωες» των φθηνών εκπομπών συνεχείας κι όχι οι ήρωες της πατρίδος· οι εκφωνητές κι όχι οι άγιοι. Πήγα σ’ ένα σπίτι στην Αθήνα. Ήταν οι γονείς με τα δυο τους παιδιά. Είχαν τέσσερις τηλεοράσεις, μία για τον καθένα. Τέλεια απομόνωση. Λέω· τουλά­χιστον βάλτε τη μία στο σαλόνι, να κάθεστε όλοι μαζί, να συζητάτε αυτά που βλέπετε, έστω κι αν δεν συμφωνείτε…
Όταν λοιπόν κανείς κάθεται ώρες στην τηλεό­ραση και ζαλίζεται από τα μύρια που βλέπει κι ακούει, πώς να ησυχάσει, πώς να προσευχηθεί, να δει τον εαυτό του και τους δικούς του; Πώς θ’ ακουσθούν τα λόγια μου, όταν σας πω να φέρετε στο σπίτι σας έναν ιερέα, να κάνει έναν αγιασμό ή ένα ευχέλαιο; Να φυλάτε αντίδωρο κι αγιασμό, να παίρνετε κάθε πρωί, ν’ ανάβετε το καντήλι, να θυμιάζετε, να μαθαίνουν και τα παιδιά, να χαίρονται, να κατανύσσονται, να ευλογούνται. Να μάθουμε να πηγαίνουμε και στις αγρυπνίες. Εδώ στον κόσμο δεν είναι μακρές και μεγάλες. Δίνουν χάρη στην ψυχή. Επίσης ιδιαίτερα καλό είναι ο σύνδεσμος με την ενορία μας, τον εφημέριο της ενορίας μας, το κατηχητικό για τα παιδιά, τον κύκλο ομιλιών για τους μεγάλους, το φιλόπτωχο ταμείο. Το αγροτικό ιατρείο, δίνει τις πρώτες απαραίτητες βοήθειες, έλεγε ο μακαριστός Γέροντας Παΐσιος, κι αυτό είναι η ενορία· τα μονα­στήρια είναι οι κλινικές για έκτακτες ανάγκες.
Να συνδεθούμε με τον άγιο της ενορίας μας, με τον άγιο του οποίου φέρουμε τ’ όνομα. Στο δωμάτιο του παιδιού νάχουμε την εικόνα του αγίου του, τον άγγελό του κι όχι εκείνα τ’ ανθρωπόμορφα τέρατα των πολεμοχαρών παιχνιδιών και των εκκεντρικών τραγουδιστών με τις αλυσίδες και τους χαλκάδες, ως σκλάβους παθών εξουσιαστικών. Να εορτάζουμε περισσότερο τον άγιο που φέρουμε τ’ όνομα, δίχως να το παρα­ποιούμε, το συντομεύουμε και το κάνουμε ξενι­κό, κι όχι να εορτάζουμε μόνο τα γενέθλια δίχως εκκλησιασμό. Ούτε να ζητάμε από τους ιερείς να δίνουν στη βάπτιση ονόματα ξενόφερτα, που δεν υπάρχουν άγιοι τιμώμενοι με τέτοια ονόματα.
Να αφιερώνουμε αρκετό χρόνο στα παιδιά μας, να συζητούμε, να αστειευόμαστε μαζί τους, να αναπτύσουμε διάλογο. Όταν σταματήσει ο διάλογος τότε να φοβόμαστε. Για να υπάρχει διάλογος χρειάζεται απαραίτητα αγάπη, υπομονή, χρόνος, κατανόηση, καταδεκτικότητα. Αν το παιδί φοβάται, σκέφτεται πώς θα αντιμετωπίσει τον αδέκαστο κριτή πατέρα ή την αυστηρή και παράξενη μητέρα κλείνεται στον εαυτό του, θα προσπαθήσει να λύσει το πρόβλημά του με τους φίλους του, που δεν είναι πάντα οι καλύτεροι σύμβουλοι. Αν δεν έχουμε την καλή αυτή επικοινωνία με τα παιδιά μας και δεν τους δώσουμε την άνεση να μας εκμυστηρευτούν τα μυστικά τους, τις αγωνίες τους, τις σκέψεις, τα σχέδια και τα όνειρά τους είναι σαν να τους κόβουμε τα φτερά και να τα φυλακίζουμε στο κλουβί. Τα παιδιά πρέπει να τα ακούμε κιόλας. Τα παιδιά δεν είναι μόνο να τα διδάσκουμε, λέει ο Ντοστογιέφσκυ, αλλά και να διδαχθούμε αρκετά από αυτά και κυρίως την ακακία, τον αυθορμητισμό, τον ενθουσιασμό. Μη θέλουμε να τα κάνουμε ακριβή αντίγραφα του εαυτού μας, να τα κάνουμε- μπορούν δεν μπορούν- αυτό που δεν μπορέσαμε να γίνουμε εμείς. Τα παιδιά δεν πρέπει να γίνουν προέκταση του εγώ μας. Να τα βοηθήσουμε στην κλήση τους. Να τα εμπιστευθούμε, να τους δώσουμε καλές βάσεις. Κυρίως στην υγιή θρησκευτική αγωγή και όχι στη θρησκοληψία και τον φανατισμό.
Να μην τα πιέζουμε, να μην τα εξαναγκάζου­με εξουσιαστικά κι απειλητικά, γιατί αργά ή γρή­γορα θ’ αντιδράσουν. Να τα εμπνέουμε πιο πολύ με το παράδειγμά μας παρά με τα λόγια μας. Δεν μπορεί όλη μέρα το ανδρόγυνο να καυγαδίζει και να γκρινιάζει και να θέλει τα παιδιά να είναι ήσυχα και ήρεμα. Οι συζυγικοί καυγάδες καταματώνουν τις παιδικές ψυχές. Κυρίως τα διαζύ­για. Τα παιδιά γίνονται θλιμμένα, νευρικά, άτακτα, ανυπάκουα, με μαθησιακές δυσκολίες στο σχολείο. Ντρέπεται, κλαίει, θυμώνει, οργίζεται το παιδάκι όταν δεν βλέπει τους γονείς του μονια­σμένους. Η ορθή θρησκευτική αγωγή από νωρίς έχει μεγάλη σημασία. Η Εκκλησία πρέπει να παρουσιασθεί σαν το σπίτι του ουράνιου κοινού πατέρα μας κι όχι σαν κάτι ξένο, μακρινό, μεγά­λο και περίεργο. Να ερμηνεύσουμε στα παιδιά, αφού βέβαια γνωρίζουμε εμείς καλά πρώτα, τι περιμένει η Εκκλησία από εμάς. Ποιος είναι ο σκοπός και το νόημα της ζωής. Γιατί ήλθε ο Χρι­στός στη γη, γεννήθηκε, δίδαξε, θαυματούργησε, σταυρώθηκε, αναστήθηκε κι αναλήφθηκε, ώστε από μικρά να νιώσουν με φιλότιμο και λαχτάρα τον πόθο του αγαθού, της αρετής, του καλού, του αγιασμού και της σωτηρίας.
Όλα με διάκριση, με τάξη, με σεβασμό, με ευγένεια. Να μη μπουχτήσουμε, να μη κουράσουμε και ζαλίσουμε τα παιδιά με πολλά και μεγάλα. Η υπερπροστατευτικότητα είναι κακή όσο και η αδιαφορία. Δεν θα τάχουμε αλυσοδεμένα, φοβισμένα και κυνηγημένα τα παιδιά. Θα σεβόμαστε την ελευθερία τους. Δεν θα τα παρατηρούμε υπεράγαν αυστηρά συνέχεια, δεν θα τα βλέπουμε καχύποπτα, ως τηλεκατευθυνόμενα και ανόητα. Λέγει ένας σύγχρονος Γέροντας: «Η μεγάλη έγνοια μας κάνει να είμαστε πολύ αυστηροί. Μας κάνει να είμεθα πάρα πολύ αυστηροί και πολλές φορές άτεγκτοι και ανυποχώρητοι σε μερικά πράγματα. Πρέπει, αγαπητοί μου, να το χωνέψουμε ότι τα παιδιά, τα σύγχρονα παιδιά, δεν έχουν δύναμη να αντέχουν την αυστηρότητα, που αντέχατε εσείς οι παλαιότεροι. Αλλά πρέπει διά του διαλόγου και διά της πειθούς να τους λέμε το καλό και μετά διά προσευχής να αναπληρώνουμε. Γι’ αυτό μην ανησυχείτε· εσείς να προσεύχεσθε για τα παιδιά σας και μην έχετε άγχος» (Αρχιμ. Εφραίμ Βατοπαιδινός).
Νομίζω πως δεν έχουμε αγαπήσει πολύ την προσευχή, δεν έχουμε πιστεύσει δυνατά στη δύναμή της. Θεωρούμε πιο ικανά τα δικά μας λόγια και όχι τη θεία φώτιση. Πιστεύουμε στον εαυτό μας περισσότερο απ’ ότι στον Θεό. Τα παι­διά κάποιας οικογένειας, όποτε γυρνούσαν στο σπίτι αργά το βράδυ, έβρισκαν τη μητέρα τους γονατιστή στις εικόνες. Έτσι, το σκέφτονταν πολύ ν’ αργήσουν, γιατί καθυστερούσαν τη γονυκλισία της μητέρας τους. Μια άλλη χήρα, μητέρα δύο παιδιών, φτωχή, που καθάριζε σκάλες για να ζήσει, έγραφε στον γέροντα Παΐσιο: «Γέροντα, να προσεύχεστε για μένα, γιατί προσεύχομαι μόνο έξι ώρες την ημέρα»!… Προφανώς έλεγε την ευχή του Ιησού.
Θέλετε να είμαι ειλικρινής μαζί σας; Ή θέλετε να σας κολακεύω και να σας ψευτοπαρηγορώ. Φρονώ πως μόνο η αλήθεια, με αγάπη βέβαια, ελευθερώνει κι αναπαύει. Μη φοβόμαστε τα παι­διά. Μην πανικοβαλόμαστε με το πρώτο πρόβλημά τους, μη χάνουμε την ψυχραιμία μας, εκνευριζόμαστε, θυμώνουμε και φωνάζουμε. Ας δούμε με καθαρότητα κι αληθινότητα τα πράγ­ματα. Μήπως το πρόβλημα του παιδιού μας θίγει τον εγωισμό μας; Μήπως είχαμε κατασκευάσει μια ωραία βιτρίνα, που το εσωτερικό της είχε στοιχεία φαρισαϊκής υποκρισίας, ταπεινοσχημίας αξιοκατάκριτης και μια ονειρική κι όχι πραγμα­τική εικόνα; Ήταν κάποτε μία μητέρα κι ανησυ­χούσε πολύ για την αντίδραση του παιδιού της που ήταν στην εφηβεία. Ανησυχούσε για το καλό τους όνομα, τι θα πει η κοινωνία που τους σέβε­ται, τι θα πει ο κόσμος που τους αναγνωρίζει ως καλούς. Πήγε στον γέροντα Πορφύριο να παρα­πονεθεί για την κατάσταση του παιδιού της. Φοβάμαι πως πιο πολύ ανησυχούσε για το γόη­τρό της, για το καλό της όνομα, για το τι θα πει τώρα ο κόσμος, παρά για το μικρό μαρτύριο του παιδιού της. Περίμενε κι ο Γέροντας να της πει πόσο καλή ήταν εκείνη και πόσο κακός ο γιος της. Ο Γέροντας όμως κατάλαβε πολύ καλά τι συνέ­βαινε και της είπε: Για να δω τα γόνατά σου… Δηλαδή το πρόβλημα του παιδιού σου το έκανες προσευχή, το εναπόθεσες στον Θεό, ταπεινώθη­κες, έσκυψες μπροστά του;
Μην πιέζετε πολύ τα παιδιά, μη ζητάτε υπερ­βολικά κι απραγματοποίητα πράγματα, μη δημι­ουργείτε ένα αφόρητο κλίμα στο σπίτι, νοσηρής ευλάβειας, που απωθεί και δεν συγκεντρώνει τους νέους στο σπίτι. Οι ιδανικοί γονείς υποχω­ρούν κιόλας, ανέχονται, παρακαλούν, ζητούν και συγνώμην αν χρειασθεί κάποτε. Το παιδί χρειά­ζεται και κατανοεί την εμπιστοσύνη που θα του δείξετε, την αγάπη που θα σέβεται την ελευθερία του. Η αγάπη να μη σκλαβώνει, πνίγει, φιμώνει κι απομακρύνει την άνεση να πει και τη γνώμη του, την αντίρρησή του, την αμφιβολία του. Νάμαστε έτοιμοι να τ’ ακούσουμε όλα με κατανόηση.
Δεν μπορεί συνέχεια ν’ απαγορεύουμε και τίποτε να μην επιτρέπουμε. Πρέπει να δώσουμε κι εναλλακτικές λύσεις. Μην τα κάνουμε τα παι­διά τρομοκρατημένα και φοβισμένα να βγουν στον δρόμο. Ένας στείρος ηθικισμός δεν βοηθά τα παιδιά. Όχι όλο να τα κυνηγάμε. Να μην κουραζόμαστε να συζητάμε μαζί τους. Να τους πούμε τα τυχόν παράπονά μας γι’ αυτά, να μας πουν και κείνα τα δικά τους παράπονα. Να τ’ ακούμε ταπεινά. Να κοιτάμε βαθιά μέσα μας, αναζητώντας το γιατί θυμώνουμε τόσο όταν δεν κάνουν κάτι που τους είπαμε: Επειδή παρακούν και σφάλλουν κι αδικούν τον εαυτό τους, ή επει­δή δεν πέρασε το δικό μας και θίγεται ο πολύς εγωισμός μας; Είναι ιδιαίτερα σημαντικό να είμαστε προσεκτικά ειλικρινείς. Τα παιδιά βλέ­πουν βαθύτερα, μακρύτερα και καθαρότερα απ’ ότι νομίζουμε. Μη θέλουμε να τα κοροϊδεύουμε. Τα παιδιά μας αυτό που θα πάρουν θα δώσουν αύριο και στα παιδιά τους. Μη βιαζόμαστε να δούμε άμεσους καρπούς των λόγων μας.
Δυστυχώς τα σχολεία σήμερα δεν προσφέρουν γνήσια ορθόδοξη παιδεία. Έτσι πρέπει κατά κάποιο τρόπο να γίνει το σπίτι σχολείο. Το παιδί από μικρό, με ωραίο και διακριτικό τρόπο, να μάθει τις ευαγγελικές ζωοποιές αλήθειες, ώστε να μην μπορεί αργότερα κανένας μοντέρνος δάσκα­λος, ορθολογιστής καθηγητής και προοδευτικός φίλος να τις ξεριζώσει από την καρδιά του. Γρά­φει ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης στη «Χρι­στιανική Παιδαγωγία» προς τους γονείς και δασκάλους: «Πρέπει να γνωρίζουν οι ευσεβείς γονείς και οι ενάρετοι διδάσκαλοι ότι τα παιδία, εις την πρώτην ηλικία τους, δηλαδή μέχρι επτά χρόνων, πολεμούνται από αταξία και αγνωσία, ενώ εις την δευτέραν ηλικία τους, δηλαδή μέχρι δεκατεσσάρων χρόνων, από λαιμαργία και γαστριμαργία. Ανάγκη, λοιπόν, είναι να τα διδά­ξουν την ευταξία, την γνώσι, την εγκράτειαν και τη σεμνότητα. Και οι μεν γονείς πρέπει να δίδουν εις αυτά το καλό παράδειγμα της καλής και εναρέτου ζωής τους… Οι δε ευσεβείς διδάσκαλοι ας έχουν ως πρότυπο της ζωής τους τον Χριστόν…». Ο άριστος παιδαγωγός άγιος Νικόδημος αντιδρώντας στον άθεο ευρωπαϊκό διαφωτισμό σε αυτό τον λόγο του «περί παίδων καλής αγωγής» να τι λέει, μεταξύ άλλων, να λένε οι δάσκαλοι στους τελειόφοιτους μαθητές τους: «Τους γονείς και διδασκάλους ημών έως τέλους, χρεωστικώς και καθώς ο θείος Νόμος προστάζει, λόγω και έργω, με πολύ σέβας να αγαπάτε. Τους πτωχούς, γυμνούς και φυλακωμένους, κατά την ευαγγελικήν φωνήν, να ελεήτε. Τους ασθενείς και αρρώστους, να επισκέπτησθε και να υπηρετήτε. Τους ξένους εις τους οίκους υμών να εισάγητε. Τους εν ανάγκη να προφθάνητε και να βοηθήτε. Και απλώς, όλους τους ανθρώπους, (ως πλάσμα Θεού!) ωσάν τον εαυτόν σας αείποτε να αγαπάτε, και του καθ’ ενός το καλόν να θέλητε, τόσον των πιστών, όσον και των απίστων».
Η αγωγή των παιδιών πρωταρχικά θα πρέπει να έχει στόχο τη διαμόρφωση χαρακτήρος. Το παιδί χρειάζεται πρότυπα. Το παιδί πρέπει να το δούμε, όπως και τον κάθε άνθρωπο βέβαια ως ψυχοσωματική οντότητα και ολότητα, ως εικόνα Θεού. Η Εκκλησία δίνει τα μέσα για την κάθαρ­ση και τελειοποίηση του ανθρώπου, για να γίνει άνθρωπος πνευματικός, δηλαδή πνευματοφόρος, φωτισμένος από τη χάρη του Αγίου Πνεύματος κι όχι διανοούμενος, κουλτουριάρης, αλλά χριστοποιημένος κι εκκλησιαστικοποιημένος πιστός. Ορισμένοι ψευτοδιανοούμενοι σήμερα εισηγούνται να καταργηθεί το μάθημα των θρησκευτικών στα σχολεία και ν’ αντικατασταθεί από τη θρησκειο­λογία. Οι ίδιοι θολοκουλτουριάρηδες θεωρούν ρατσισμό την αγάπη στην πατρίδα, τη σημαία και την ιστορία. Δεν πρέπει τα παιδιά μας να ντρέ­πονται για την ελληνικότητά τους και για την ορθόδοξη πίστη τους, που θα τους κάνει ν’ αγα­πούν και να τιμούν τους ξένους, όπως κι εκείνοι θα πρέπει εμάς. Αξίζει να μεγαλώσουν τα παιδιά στους δύσκολους καιρούς με ισχυρές αντιστάσεις για τη δυτικότροπη ζωή, την εύκολη ζωή, που αλλοτριώνει τη νεότητα. Έχουν ευθύνη οι γονείς και οι δάσκαλοι για τη διαπαιδαγώγηση που προσφέρουν, που θα κάνουν τα παιδιά ν’ αγαπήσουν τον πλούσιο εγχώριο πολιτισμό, την πνευ­ματικότητα κι αγιότητα.
Χρειάζεται επίσης να δούμε και τον τρόπο και τη στάση και το ύφος και το ήθος μας μέσα στην Εκκλησία. Μερικοί χριστιανοί μας αγωνίζονται ανορθόδοξα, μ’ έναν εσφαλμένο τρόπο, όπως νομίζουν, όπως τους αρέσει, όπως τους βολεύει. Δεν είναι έτσι. Δεν μπορούμε κατά την προτίμη­σή μας να επιλέγουμε κάποιες αρετές και ν’ αφή­νουμε άλλες· να προσέχουμε μόνο το τι φαίνεται και παρατηρείται, «το έξωθεν του ποτηρίου» και μέσα μας να επωάζονται ανικανοποίητα πάθη, ανόσιες επιθυμίες, ζηλοφθονία γι’ αυτούς που αμαρτάνουν, υπεροψία και φιλαυτία. Χριστιανοί που εκκλησιάζονται τακτικά, πηγαίνουν από κήρυγμα σε κήρυγμα επί χρόνια και δεκαετίες κι όμως δεν έχουν μετανοήσει ειλικρινά, υποκρίνο­νται, προσποιούνται κι έχουν μεγάλα εσωτερικά κενά, δίχως να γεύονται τους γλυκούς καρπούς της ακένωτης θείας χάριτος.
Το παιδί δεν θέλει μόνο χρήματα αλλά και χάδι, δεν θέλει μόνο ρούχα, υποδήματα και σοκο­λάτες αλλά και γλυκούς λόγους, να τονωθεί, να ενισχυθεί, να παρηγορηθεί, να χαρεί η καρδούλα του. Συνήθως σήμερα οι γονείς ενδιαφέρονται πιο πολύ για την τροφή και τη μόρφωση την κοσμική. Ξένες γλώσσες, μουσική, χορός, γυμνα­στική, πάλη, ξιφασκία, πυγμαχία, ποδόσφαιρο. Το παιδί είναι συνέχεια απασχολημένο, βομβαρδισμένο από γνώσεις και εικόνες, ειδήσεις και διαφημίσεις. Είναι από νωρίς αρκετά κουρασμέ­νο. Δεν λέω ότι δεν χρειάζεται η επιμόρφωση, αλλά είναι γνωστό πως η υπερβολή είναι πάντο­τε επικίνδυνη. Οι γονείς πρέπει νάναι και παιδα­γωγοί και κατηχητές των παιδιών τους. Όπως ωραία ειπώθηκε· «Στην πνευματική κρίση των καιρών μας θα κερδηθούν τα παιδιά, αν οι γονείς τους με μεγάλη ευαισθησία και πολλή φροντίδα τα παιδαγωγούν με το ζήλο του κατηχητή και την ευθύνη του συνειδητού δασκάλου. Οι γονείς θα πρέπει να αποτελούν για τα παιδιά τους τον πρώτο κατηχητή και τον πρώτο δάσκαλό τους. Ακόμη, στο χαμόγελο του πατέρα του το παιδί θα διακρίνει την αγάπη του Ουράνιου Πατέρα και στη στοργή της μάνας τη θερμή αγάπη της Παναγίας μητέρας όλων των πιστών» (μητροπ. Σηλυβρίας Αιμιλιανός).
Λατρεύουμε το μωρό μας και χαίρεται κι αισθάνεται ότι έχει κι αυτό αξία μέσα στον κόσμο. Το παίζουμε στα χέρια μας, παρατηρούμε τις κινήσεις του, το βλέπουμε και φεγγοβολάμε και λάμπει το προσωπάκι του. Μας ακούει που μιλάμε και μιλάει κι αυτό μια μέρα μόνο του. Προσευχόμαστε και το επηρεάζουμε κι αναπτύσ­σεται σ’ ένα άγιο κλίμα. Φτάνει μόνο που μας βλέπει να προσευχόμαστε. Ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης λέγει πως η οποιαδήποτε διαταραχή του ανδρογύνου κατά την περίοδο της κύησης της μητέρας έχει επίδραση στην ψυχή του παιδιού που έρχεται, πόσο μάλλον κατά τη βρεφική και παιδι­κή ηλικία. Το παιδί έχει ανάγκη και πνευματικής τροφής, που όταν του λείπει ατονεί και μαραζώνει, ξαστοχεί, δεν μεγαλώνει φυσιολογικά, ωραία.
Ρώτησα μία φορά ένα παιδάκι, που δεν πήγαι­νε ακόμη σχολείο – έτσι για να πιάσουμε κουβέ­ντα: «Τί θα γίνεις όταν μεγαλώσεις;». Μου απα­ντά: «Ό,τι βγάζει πιο πολλά λεφτά»! Εξεπλάγην, ειλικρινά τάχασα. Τί φταίει αυτό το παιδί; Έτσι ακούει, έτσι έμαθε, αυτό λέει. Αυτό το παι­δί όραμα έχει την απόκτηση πολλών χρημάτων. Αυτός είναι ο σκοπός της ζωής του. Γι’ αυτό ζει. Αυτό μόνο το ενδιαφέρει. Για χρήματα ακούει συνεχώς τους γονείς του να μιλούν, τ’ αδέλφια του, οι φίλοι του, οι γείτονες, οι συγγενείς. Αυτό είναι το ρεύμα της εποχής. Τίθεται ως ευτυχία η οικονομική ευημερία, ο πλούτος, η κατανάλωση. Ο Μέγας Βασίλειος λέγει πως σκοπός του ανθρώπου είναι να ομοιωθεί με τον Θεό, όσο αυτό είναι δυνατόν. Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσό­στομος λέει στους γονείς: Ανάθρεψε έναν αθλη­τή για τον Χριστό και μάθε τον και σαν άνθρω­πος του κόσμου να είναι ευσεβής από μικρός.
Ο άγιος Χρυσόστομος συνηθίζει να λέει πως το παράδειγμα των γονέων προς τα παιδιά είναι το πάν. Ο τρόπος της συνομιλίας τους θα επηρεάσει τα παιδιά. Αν ο σύζυ­γος προσβάλλει, επιτίθεται, βρίζει τη σύζυγο, και τ’ αντίστροφο, πληγώνονται τα παιδιά, αλλά και συνηθίζουν να συμπεριφέρονται έτσι. Ο σεβα­σμός, η αγάπη, η υπακοή εμπνέονται καλύτερα και δύσκολα διδάσκονται με ξερά λόγια. Είναι πολύ διαφορετικό να κάνει κανείς αυτό που του λένε από φόβο, πειθαρχία, καταναγκασμό και υποχρέωση, κι άλλο να προτιμά το θέλημα του άλλου από αγάπη. Στα μαθήματα, στα παιχνί­δια, στ’ αθλήματα θα πρέπει να μάθουν από μικρά τα παιδιά ότι τ’ αγαθά αποκτιούνται με κόπο, μόχθο, αγώνα, άσκηση, δυσκολία, υπομο­νή κι επιμονή. Έτσι δεν είναι σωστό να τους τα παρουσιάζουμε όλα εύκολα. Είναι καλό να μάθουν να προσπαθούν, να ζητούν και τη βοήθεια του άλλου, να ταπεινώνονται, να φιλοτιμούνται, να βγαίνουν από τον ατομισμό, εγωισμό και τη φιλαυτία. Το παιδί θα μάθει πως αντιδρά ο γονιός στην ασθένεια, το πένθος, τη δυσκολία, τη στέρηση και την καθυστέρηση και θα πράξει παρόμοια. Ο άγιος Χρυσόστομος λέγει πως για τιμωρία αρκεί μια επίπληξη με αυστηρή ματιά ή με μια κουβέντα. Η βία, ο θυμός, η οργή είναι αμαρτίες κι από το κακό δεν έρχεται καλό.
Η διδασκαλία θα πρέπει να δημιουργεί ερω­τήματα στους μαθητές, που δεν πρέπει να’ναι παθητικά κι άβουλα όντα, αλλά να συμμετέχουν ενεργά στο ωραίο ταξίδι της μαθήσεως. Ο καλός δάσκαλος διεγείρει το πνεύμα των ακροατών του, τους κάνει να ερευνούν, να διερωτώνται, να κερδίζουν κάτι από την προσωπική τους αναζή­τηση, πρωτοβουλία κι εξάσκηση και τότε ό,τι κερδίζει θα το φυλάγει καλύτερα κι επιμελημένα. Όλη αυτή η προσπάθεια θα πρέπει να οδηγείται στην κατάκτηση και βίωση της αλήθειας. Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος λέγει πως μια καταρρα­κτώδης βροχή είναι λιγότερο ωφέλιμη απ’ ό ,τι μία σιγανή βροχή, γιατί η πρώτη σκάβει τη γη και παρασύρει το έδαφος, ενώ η δεύτερη ποτίζει τη γη ωφέλιμα και την κάνει γόνιμη κι εύφορη. Έτσι και η βίαιη και πολλή μάθηση δεν θα φέρει τους αναμενόμενους καρπούς. Ο Μέγας Βασίλειος λέγει πως ο κηδεμόνας πρέπει νάναι αργός προς τιμωρία. Να το σκέφτεται πολύ να τιμωρήσει. Όχι να τιμωρεί με το παραμικρό σκληρά. Λέγει ακριβώς: «Αν θεραπεύεται η ψυχή με την επιτί­μηση, δεν είναι για τον καθένα η επιτίμηση, όπως και η θεραπεία». Ο άγιος Χρυσόστομος θεωρεί πως το φιλότιμο, η συμπάθεια, ο διακριτικός έπαινος και η δίκαιη ηθική αμοιβή δίνει περισσό­τερα καλά, λέγοντας: «Αυτός που τα κατάφερε, αν επαινεθεί, θάχει σφοδρότερη την επιθυμία για κάτι πάντα καλύτερο – με προσοχή όμως και με ακριβοδίκαιο μέτρο».
Το έργο αυτό το ιερό της αγάπης αρχίζει από πολύ πιο νωρίς. Ο μακαριστός γέροντας Πορφύριος Καυσοκαλυβίτης λέγει πως «η αγωγή των παιδιών αρχίζει απ’ την ώρα της συλλήψεώς τους. Το έμβρυο ακούει κι αισθάνεται μέσα στην κοιλιά της μητέρας του. Ναι, ακούει και βλέπει με τα μάτια της μητέρας. Αντιλαμβάνεται τις κινήσεις και τα συναισθήματά της, παρόλο που ο νους του δεν έχει αναπτυχθεί. Σκοτεινιάζει το πρόσωπο της μάνας, σκοτεινιάζει κι αυτό. Νευριάζει η μάνα, νευριάζει κι αυτό. Ό,τι αισθάνεται η μητέρα, λύπη, πόνο, φόβο, άγχος κλπ, τα ζει κι αυτό. Αν η μάνα δεν το θέλει το έμβρυο, αν δεν το αγαπάει, αυτό το αισθάνεται και δημιουργούνται τραύματα στην ψυχούλα του, που το συνοδεύουν σ’ όλη του τη ζωή. Το αντίθετο συμβαίνει με τ’ άγια συναισθή­ματα της μάνας. Όταν έχει χαρά, ειρήνη, αγάπη στο έμβρυο, τα μεταδίδει σ’ αυτό μυστικά, όπως συμβαίνει με τα γεννημένα παιδιά. Γι’ αυτό πρέ­πει η μητέρα να προσεύχεται πολύ κατά την περίοδο της κυήσεως και ν’ αγαπάει το έμβρυο, να χαϊδεύει την κοιλιά της, να διαβάζει ψαλμούς, να ψάλλει τροπάρια, να ζει ζωή αγία. Αυτό είναι και δική της ωφέλεια· αλλά κάνει θυσίες και για χάρη του εμβρύου για να γίνει και το παιδί πιο άγιο, ν’ αποκτήσει απ’ την αρχή άγιες καταβολές. Είδατε πόσο λεπτό πράγμα είναι για την γυναί­κα να κυοφορεί παιδί; Πόση ευθύνη και πόση τιμή!». Δεν νομίζω ότι χρειάζεται κανένα σχόλιο ο ζωντανός κι αληθινός αυτός λόγος του μακαρίου γέροντος Πορφυρίου.
Με την ελπίδα ότι δεν σας κουράζω θα παρα­θέσω ένα ακόμη κομμάτι από τους λόγους του οσιακής μνήμης π. Πορφυρίου ακριβώς πάνω στο θέμα μας: «Εκείνο που σώζει και φτιάχνει καλά παιδιά είναι η ζωή των γονέων μέσα στο σπίτι. Οι γονείς πρέπει να δοθούνε στην αγάπη του Θεού. Πρέπει να γίνουν άγιοι κοντά στα παιδιά με την πραότητά τους, την υπομονή τους, την αγάπη τους. Να βάζουνε κάθε μέρα νέα σειρά, νέα διάθεση, ενθουσιασμό κι αγάπη στα παιδιά. Και η χαρά που θα τους έλθει, η αγιοσύνη που θα τους έχει επισκεφθεί, θα εξακοντίσει στα παιδιά την χάρη. Για την κακή συμπεριφορά των παιδιών φταίνε γενικά οι γονείς. Δεν τα σώζουν ούτε οι συμβου­λές, ούτε η πειθαρχία, ούτε η αυστηρότητα. Αν δεν αγιάζονται οι γονείς, αν δεν αγωνίζονται, κάνουν μεγάλα λάθη και μεταδίδουν το κακό που έχουν μέσα τους. Αν οι γονείς δεν ζουν ζωή αγία, αν δεν μιλούν με αγάπη, ο διάβολος ταλαιπωρεί τους γονείς με τις αντιδράσεις των παιδιών. Η αγάπη, η ομοψυχία, η καλή συνεννόηση των γονέων είναι ό,τι πρέπει για τα παιδιά. Μεγάλη ασφάλεια και σιγουριά». Νομίζετε πως είναι υπερβολικός ο Γέροντας; Δεν νομίζω. Είναι ειλικρινής, σαφής και ρεαλιστής.
Έχουν ανάγκη οι γονείς από την ισορροπία της ταπεινώσεως, της απλότητας, του μέτρου, της διακρίσεως. Η μεγάλη πίεση, ακόμη και για το καλό, δεν θα βγει σε καλό. Συχνές εκφράσεις όπως «παιδί μου πρέπει να είσαι πάντα πρώτος», «ποτέ να μην μας ντροπιάσεις παιδάκι μου», «ν’ αποκτήσεις αύριο ένα καλό όνομα στην κοινωνία», φαίνονται καλές αλλά δεν είναι. Δεν έχουν τόσο υγιή ανωτερότητα, αρχοντιά ελευθερίας κι ευγενή αξιοπρέπεια, αλλά ισχυρογνωμοσύνη, μεγάλη αυτοπεποίθηση, μεγάλη ιδέα εγωισμού. Καταπιεσμένα τα παιδιά, αντιδρούν κουρασμένα και αγανακτισμένα και τα κλωτσούν όλα πέρα.
Υπάρχει αγάπη και αγάπη. Αγάπη ιερή, αγία, θυσιαστική, ταπεινή. Αγάπη νοσηρή, συναισθηματική, εγωιστική, αποκλειστική, ζηλόφθονη. Όσο η αγάπη των γονέων προς τα παιδιά θάναι παθολογική, υπερβολική, θα κάνει τα παιδιά εξαρτήματα, ελατήρια των γονέων, που θα μπερδεύει τη συμπεριφορά τους και θα κάνει τη στάση τους αρνητική. Μη ζαλίζουμε τα παιδιά με την πολυλογία, όλο τα ίδια και τα ίδια, και τα κουράζουμε. Ας λέμε πιο λίγα και ας κάνουμε πιο πολλά. Θα τα βοηθήσουμε καλύτερα με το παράδειγμά μας και την προσευχή μας. Η προσευχή μας θα μιλήσει κατ’ ευθείαν στην καρδιά τους. Θα τους μιλήσει ο Θεός και θα μας μιλήσουν ύστερα στοργικά, μετανιωμένα, ταπεινά. Η καταπίεση σίγουρα κάποτε θα φέρει αντίδραση. Με το στανιό, με το κακό, δεν έρχεται ποτέ καλό. Ούτε η κολακεία βοηθάει. Μάλλον τρέφει τον εγωισμό και γίνονται τα παιδιά ατίθασα, σκληρά, άπονα, ασεβή και κενόδοξα.
Η οικογένεια και η κοινωνία διαλύεται από την ασθένεια της υπερηφάνειας. Η υγεία είναι η ταπείνωση. Δεν θέλουμε να το παραδεχθούμε. Μιλάμε έτσι για λαθεμένες διαπροσωπικές σχέσεις, για ασυμφωνία χαρακτήρων, για σύγκρουση εποχών και πολιτισμών, για νευρώσεις και για άγχη. Η βάση όλων αυτών είναι το αταπείνωτο φρόνημα, η δαιμονοκίνητη έπαρση. Νάμαστε λοιπόν ταπεινοί και να διδάσκει η ίδια η ζωή μας την ταπείνωση στα παιδιά μας.
Ο χαριτωμένος Γέροντας Παΐσιος ο Αγιορείτης χαριτωμένα έλεγε: «Τα παιδιά που έχουν ποτιστεί από μικρά στην ευσέβεια, μην τα φοβάστε. Και να ξεφύγουν λίγο, λόγω ηλικίας, λόγω πειρασμών, θα επανέλθουν…Τα παιδιά σας να τα μάθετε από πολύ μικρά, να ψήνονται, να δουλεύουν, να γίνονται άντρες. Και τα αγόρια και τα κορίτσια. Και τα κορίτσια πρέπει να έχουν γενναίο φρόνημα. Να κάνουνε τις δουλειές του σπιτιού από πολύ μικρά, γιατί οι πιο πολλοί γονείς τα έχουν κακομάθει και στη ζωή τους, μετά, γίνονται δυστυχισμένα…Μην πιέζετε τα παιδιά σας χωρίς διάκριση. Εγώ τις ντομάτες μου τις δένω με πανί. Αν τις έδενα με σύρμα θα κόβονταν. Χρειάζεται προσοχή. Τα παιδιά σήμερα έχουν γερή μηχανή αλλά τετράγωνες ρόδες. Γι’ αυτό θέλουν βοήθεια για να ξεκινήσουν…Μερικοί γονείς κάνουν μεγάλο στρίμωγμα στα παιδιά τους και μάλιστα μπροστά σε άλλους! Σήμερα μικροί-μεγάλοι στον κόσμο ζουν σαν σε τρελλοκομείο, γι’ αυτό χρειάζεται πολλή υπομονή και πολλή προσευχή. Ένα σωρό παιδιά παθαίνουν εγκεφαλικό. Είναι λίγο χαλασμένο το ρολόϊ, το κουράζουν και οι γονείς λίγο παραπάνω και σπάζει το ελατήριο. Χρειάζεται διάκριση. Άλλο παιδί θέλει περισσότερο κούρντισμα και άλλο λιγότερο…».
Τελειώνοντας εύχομαι να μην σας κούρασα πολύ. Όχι τόσο με το μάκρος της ομιλίας, γιατί νομίζω δεν υπερέβην τον καθορισμένο χρόνο της, αλλά με το ότι φάνηκε νάμαι περισσότερο με το μέρος των παιδιών κι όχι των γονέων. Από ποι­ους, πέστε μου, θα πρέπει νάμαστε πιο απαιτη­τικοί, από τους γονείς ή από τα παιδιά. Βλέπετε και οι άγιοι πατέρες κι οι ενάρετοι γέροντες έχουν μεγαλύτερες απαιτήσεις από τους γονείς. Θα βοηθήσουν πολύ περισσότερο με το βιωμένο τους παράδειγμα, την ταπεινή και θερμή προσευχή τους, την αγιότητα του βίου τους, παρά με τις συνε­χείς θυμωμένες συμβουλές, τις επαναλαμβανόμε­νες εγωιστικές απειλές, τις υπερβολικές αυστηρότητες, τις κουραστικές φλύαρες επαναλήψεις.
Ο καλός Θεός βλέποντας τον ταπεινό μας αγώνα θα μας ενισχύει κι ενδυναμώνει. Την καλή μας διάθεση θα την ευλογήσει και τις παραλεί­ψεις μας θα τις παραβλέψει. Δεν είναι οι γονείς όλοι σπουδαγμένοι, παιδαγωγοί, θεολόγοι και ειδικοί ψυχολόγοι. Η γλώσσα όμως της αγάπης και της ταπεινώσεως θαυματουργεί διδασκόμε­νη κυρίως με την καθαρότητα του βίου, κι επηρε­άζει τ’ αγαπητά παιδιά μας για ν’ ακολουθήσουν τον δρόμο της αληθινής προόδου με τη ζωντανή σχέση τους με τον ζώντα Χριστό.
Διασκευασμένο Απόσπασμα από το Βιβλίο
«Η Εύλαλη σιωπή»
Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου 
 www.xfd.gr

Σύναξη της Παναγιάς της Μυρτιδιώτισσας στα Κύθηρα και ανάμνηση της ιάσεως του παραλύτου

 Σύναξη της Παναγιάς της Μυρτιδιώτισσας στα Κύθηρα και ανάμνηση της ιάσεως του παραλύτου


Σύμφωνα με την παράδοση η αυθεντική εικόνα της Θεοτόκου με το Χριστό βρέθηκε από ένα βοσκό σε μια κοιλάδα νοτιοδυτικά του νησιού γεμάτη από μυρτιές, που ονομάζονται «Μυρτίδια», τον 13ο αιώνα μ.Χ. Στην εικόνα αυτή αρχικά «διεκρίνοντο καθαρά τα χαρακτηριστικά μέχρι στέρνων» της Θεομήτορος και του Χριστού, «με την πάροδο του χρόνου όμως απέκτησε σταδιακά το σκούρο χρώμα».

Το πιθανότερο είναι η ιστόρηση της εικόνας αυτής να έγινε από τον Ευαγγελιστή Λουκά (1ος αιώνας μ.Χ.). Στη θέση της «εύρεσης» ο πτωχός βοσκός έκανε ένα μικρό εκκλησάκι και στην περιποίηση του αφιέρωσε τον υπόλοιπο χρόνο της ζωής του. Μετά το θάνατο του ευσεβούς βοσκού, την περιποίηση του μικρού Ναού της Μυρτιδιώτισσας ανέλαβε ο Μοναχός Λεόντιος, ο οποίος με χρηματική βοήθεια Κυθηρίων μεγάλωσε λίγο το αρχικό εκκλησάκι και έκτισε γύρω του μερικά κελιά για τη φιλοξενία των προσκυνητών.

Όμως το πλήθος των προσκυνητών που κατέφθαναν από διάφορα μέρη δημιούργησε την ανάγκη ενός μεγάλου Ναού. Το δύσκολο αυτό έργο της ανέγερσης ξεκίνησε με πολύ ζήλο, προσπάθειες και εράνους ο δραστήριος Ιερομόναχος Αγαθάγγελος Καλλίγερος το 1841 μ.Χ. και σε δεκαέξι χρόνια έγινε ένα υπέροχο συγκρότημα που αποτελείται από μεγαλοπρεπή Ναό, ένα αριστουργηματικό πανύψηλο καμπαναριό και πολλά κελιά φιλοξενίας.

Ο μικρός Ναός της «εύρεσης», το Καθολικό, όπως λέγεται, παρέμεινε κάτω από το μεγάλο Ναό, διατηρείται σε άριστη κατάσταση και εκεί φυλάσσεται κατά τους χειμέριους μήνες η εικόνα της Παναγίας που η αγάπη των Κυθηρίων τη φύλαξε μέσα σε μια ολόχρυση επένδυση, αληθινό αριστούργημα φτιαγμένο από τον Κρητικό καλλιτέχνη Νικόλαο Σπιθάκη το 1827 μ.Χ.

Στο κάτω μέρος της χρυσής επένδυσης απεικονίζονται τρία θαύματα: το θαύμα της εύρεσης της εικόνας από το βοσκό, το θαύμα της θεραπείας του παραλύτου στις 24 Σεπτεμβρίου (αρχές του 17ου αιώνα) και το θαύμα της διάσωσης του φρουρίου των Κυθήρων από τους κεραυνούς (22 Ιανουαρίου 1829) κατά τη διάρκεια της φύλαξης της εικόνας της Παναγίας εντός του φρουρίου για το φόβο των πειρατών που μάστιζαν τη Μεσόγειο.

Ο Ιερός Ναός εορτάζει στις 24 Σεπτεμβρίου, ημέρα εορτασμού του θαύματος της θεραπείας του παραλύτου. Στον Ιερό Ναό υπάρχουν δύο παρεκκλήσια, το ένα αριστερά του Τέμπλου, αφιερωμένο στην Οσιοπαρθενομάρτυρα Ελέσα (βλέπε 1 Αυγούστου) και το άλλο δεξιά στον Όσιο Θεόδωρο (βλέπε 12 Μαΐου).

Αξίζει να επισημάνουμε ότι στο στέμμα της Πανσέπτου Εικόνας της Παναγίας της Μυρτιδιώτισσας, υπάρχει προσαρμοσμένο «Πολυτιμότατον αδαμαντοκόλλητον εν σχήματι ημισελήνου χρυσούν κόσμημα». Ας θυμηθούμε την ιστορία του:

Σύμφωνα με όσα ο αείμνηστος Σοφοκλής Καλόυτσης, ο υμνογράφος της Μυρτιδιώτισσας διέσωσε (ακολουθία Μυρτιδιωτίσσης, έκδοσις 5η, σελ. 149), βρισκόταν κάποτε στα Κύθηρα, κάποιος Τούρκος πλούσιος και επιφανής, εγκατεστημένος στην τουρκοκρατούμενη Κρήτη, ο οποίος ήταν Μωαμεθανός.

Κάποια ημέρα παρατήρησε ασυνήθη συγκέντρωση κόσμου, στην πλατεία του Μητροπολιτικού Ναού του Εστευρωμένου στη Χώρα.

Ρώτησε τι συμβαίνει και του είπαν ότι το Νησί μαστίζεται από πολύμηνη ανομβρία και για αυτό θα πραγματοποιηθεί Λιτανεία της Αγίας Εικόνας της Μυρτιδιώτισσας, η οποία είχε ήδη κατέβει από το κάστρο που φυλασσόταν τότε και βρισκότανε μέσα στον Εσταυρωμένο.

Όμως ο ουρανός ήταν καταγάλανος και δεν φαινόταν ούτε ίχνος νέφους στον ορίζοντα.

Ο Τούρκος εχλεύασε αυτή την ενέργεια γιατί η λογική έλεγε ότι δεν θα φέρει αποτελέσματα. Και ήταν τόσο σίγουρος για αυτό, που δήλωσε ότι εάν μετά την Λιτανεία επακολουθήσει βροχή, θα αφιέρωνε το χρυσό κόσμημα της ημισελήνου που είχε μαζί του, στην Ιερή Εικόνα.

Η Λιτανεία έγινε με κατάνυξη και οι Κυθήριοι γονυκλινείς παρακάλεσαν για την λύση της ανομβρίας. Και το θαύμα έγινε. Μόλις η Ιερά Πομπή επέστρεψε στον Ναό, άρχισε να πέφτει ραγδαία βροχή.

Ο αλλόθρησκος τήρησε την υπόσχεση του και αφιέρωσε το κόσμημα στην Παναγία.

Πότε έγινε αυτό δεν αναφέρεται. Ίσως έγινε πριν το 1837 μ.Χ. Τότε έγινε η χρυσή επένδυση της Εικόνας από τον Καλλίτέχνη Νικόλαο Σπιθάκη και μάλλον αυτός έκανε την προσαρμογή της ημισελήνου στο στέμα της Παναγίας «Εις αιωνίαν ανάμνησιν του τελεσθέντος θαύματος της λύσεως της ανομβρίας».

Πιθανόν λοιπόν η αφιέρωση να είχε προηγηθεί του 1837 μ.Χ.

Αυτό το θαύμα της Παναγίας μας, ενέπνευσε τον Υμνογράφο αείμνηστο Σοφοκλή Καλούτση και αφιέρωσε ολόκληρον οικον στους χαιρετισμούς της Μυρτιδιώτισσας, για να εξυμνήσει.

«Χαίρε η λήξις της ανομβρίας
Χαίρε η παύσις της λειψυδρίας
Χαίρε υετόν δαψιλή καταπέμπουσα
Χαίρε ουρανόθεν την γην η δροσίζουσα...»

Ὕμνοι Δοξολογικοί καί Παρακλητικοί εἰς τήν Μυρτιδιώτισσαν, εἰς τύπον τῶν μεγαλυναρίων,* ὧν ἡ ἀκροστιχίς˙ Μητρόθεε διάσωσον

Μητρόθεε Ἄνασσα Οὐρανοῦ,
ὄντως Πλατυτέρα, καί Ἀγγέλων
φωτοειδῶν, τῶν ἀκαταπαύστως,
ὑμνούντων τήν σήν δόξαν,
Δέσποινα καί Κυρία, Θεομακάριστε.

Ηλίου τῆς δόξης τοῦ νοητοῦ, τῆς
Δικαιοσύνης ἀπαστράψαντος τοῖς
ἐν γῇ, τοῦ πάντων Δεσπότου, Κυρίου
καί Σωτῆρος, Μήτηρ ὑπάρχεις ὄντως,
ἡ Παμμακάριστος.

Τεκοῦσα ἀφράστως τόν σόν
Υἱόν, τόν Παντευεργέτην καί Σωτῆρα
καί Λυτρωτήν τόν κόσμον λυτροῦσαι,
παθῶν καί καχεξίας, ὡς πάντων
ὑπερτέρα, Μυρτιδιώτισσα.

Ρᾶνον θείοις μύροις τόν
σόν λαόν, ἡ ἐν μυρτιδίοις ἀνατείλασα θαυμαστῶς,
ἁγίᾳ Εἰκόνι, θαυματουργῷ καί θείᾳ, καί
δίδου τήν σήν χάριν,
Μυρτιδιώτισσα.

Οἱ ἔχοντες σκέπην σήν κραταιάν,
σεμνύνονται πάντες καί καυχῶνται
κατά Θεόν, σέ ἔχοντες τεῖχος, καί
θείαν προστασίαν, σεισμῶν πυρός
καί βλάβης, διαφυλάττουσαν.

Θεράπευσον Κόρη σούς ὑμνητάς,
ψυχῶν τε τάς νόσους, καί σωμάτων
τάς χαλεπάς, καί ἴασαι Μῆτερ, κακῶν
καί ἀσθενείας, δεινῶν ἀρρωστημάτων,
Μυρτιδιώτισσα.

Εκ πάσης ἀνάγκης καί πειρασμῶν,
χαλεπῶν κινδύνων ἐπῃρείας τοῦ πονηροῦ,
ρῦσαι νεολαίαν δεινῶς κλονιζομένην,
καί δοκιμαζομένην,
Μυρτιδιώτισσα.

Εξελε τούς νέους Μῆτερ Θεοῦ,
παθῶν καί κινδύνων πολυτρόπων
παντοδαπῶν, κράτυνον τήν πίστιν
τά ἤθη καί τό σέβας, θείᾳ κληρονομίᾳ,
Μυρτιδιώτισσα.

Δεσμῶν ἁμαρτίας φθοροποιῶν,
καί πάσης κακίας καταχρήσεων
συμφορῶν, καί λευκοῦ θανάτου,
ἐκλύτρωσαι Παρθένε, φιλτάτην νεολαίαν,
Μυρτιδιώτισσα.

Ιλέῳ σου ὄμματι στοργικῷ,
καί σῇ εὐσπλαγχνίᾳ διαφύλαττε
μητρικῇ, τάς νήσους Κυθήρων
καί τῶν Ἀντικυθήρων, σεισμῶν
πυρός μαχαίρας, Μυρτιδιώτισσα.

Αγάπην ὁμόνοιαν καί στοργήν,
παράσχου συζύγοις καί γονεῦσι
Μῆτερ Θεοῦ, καί δίδου πλουσίως,
χαράν καί εὐφροσύνην, πιστότητα εἰρήνην,
Μυρτιδιώτισσα.

Σεισμοῦ διασῴζουσα φυσικοῦ,
σεισμικάς δονήσεις σύ ἀπότρεψον
ἠθικάς, καί ἐκ ναυαγίων, οἰκογενείας σῷζε, φρίκης διαζυγίων,
Μυρτιδιώτισσα.

Ω Μῆτερ τοῦ Λόγου καί Λυτρωτοῦ,
σήν χάριν αἰτοῦμεν
ἐκκαρδίας τε καί ψυχῆς, μετάνοιαν
δοῦναι, σοῖς δούλοις ἀναξίοις,
οἰνοποσίας πάθους, σύ ἀπαλλάττουσα.

Σωτῆρα ἡ τέξασα καί Θεόν,
παντοίων κινδύνων διασῴζεις
καί συμφορῶν, αἱρέσεως πλάνης,
σχίσματος τῆς μανίας,
ἐν τάχει ἀπαλλάττεις,
Μυρτιδιώτισσα.

Ο πάντων ἁγίων τάς ἀρετάς,
ἀεί ὑπερβαίνων ὡς ὁ Κύριος καί
Θεός, Μητέρα σου θείαν, σεμνήν
Ὑπεραγίαν, πρόσδεξαι δυσωποῦσαν,
Μυρτιδιώτισσαν.


Νεότητα σῴζουσα ὦ Ἁγνή,
ἀνθρώπους ὡρίμους, οἴκους
νέους θεοσεβεῖς, καί τίμιον
γῆρας, διαφυλάττειν σπεύδεις,
Κυρία τῶν Ἀγγέλων,
Μυρτιδιώτισσα.

*Οἱ ὕμνοι οὗτοι, συντεθέντες χάριτι Θείᾳ καί εὐδοκίᾳ τῆς Παναχράντου διά τήν προστασίαν τοῦ λαοῦ ἐκ τῆς φοβερᾶς τοῦ σεισμοῦ ἀπειλῆς καί λοιπῶν κινδύνων, ὑπό τοῦ Μητροπολίτου Κυθήρων Σεραφείμ (Ἰούνιος 2006), ψάλλονται μετά τά Μεγαλυνάρια τῆς Ἱερᾶς Παρακλήσεως καί κατά τάς ἱεράς λιτανεύσεις τῆς ἁγίας Εἰκόνος τῆς Μυρτιδιωτίσσης.

http://www.saint.gr/3498/saint.aspx

Άγιος Ιωάννης Πρόδρομος και Βαπτιστής (Σύλληψη)


Έτσι προφήτευσε ο προφήτης Ησαΐας για τον Πρόδρομο του Κυρίου, Ιωάννη: «Φωνὴ βοῶντος ἐν τὴ ἐρήμω, ἑτοιμάσατε τὴν ὁδὸν Κυρίου, εὐθείας ποιεῖτε τᾶς τρίβους αὐτοῦ». (Ησαΐας μ', 3). Δηλαδή, φωνή ανθρώπου, που φωνάζει στην έρημο και λέει: «Ετοιμάστε το δρόμο, απ’ όπου θα έλθει ο Κύριος σε σας. Κάνετε ίσιους και ομαλούς τους δρόμους, από τους οποίους θα περάσει». Ξεριζώστε, δηλαδή, από τις ψυχές σας τα αγκάθια των αμαρτωλών παθών και ρίξτε μακριά τα λιθάρια του εγωισμού και της πώρωσης και καθαρίστε με μετάνοια το εσωτερικό σας, για να δεχθεί τον Κύριο. Η φωνή αυτή, που ήταν ο Ιωάννης, γεννήθηκε με θαυμαστό τρόπο. Ο Πατέρας του Ζαχαρίας ήταν Ιερέας. Την ώρα του θυμιάματος μέσα στο θυσιαστήριο, είδε άγγελο Κυρίου, που του ανήγγειλε, ότι θα αποκτούσε γιο και θα ονομαζόταν Ιωάννης. Ο Ζαχαρίας σκίρτησε από χαρά, αλλά δυσπίστησε. Η γυναίκα του ήταν στείρα και γριά, πώς θα γινόταν αυτό που άκουγε; Τότε ο άγγελος του είπε ότι για να τιμωρηθεί η δυσπιστία του, μέχρι να πραγματοποιηθεί η βουλή του Θεού, αυτός θα έμενε κωφάλαλος. Πράγματι, η Ελισάβετ συνέλαβε, και μετά εννιά μήνες έκανε γιο. Μετά οκτώ ήμερες, στην περιτομή του παιδιού, οι συγγενείς θέλησαν να του δώσουν το όνομα του πατέρα του, Ζαχαρία. Όμως, ο Ζαχαρίας, έγραψε επάνω σε πινακίδιο το όνομα Ιωάννης. Αμέσως δε, λύθηκε η γλώσσα του, και η χαρά για όλους ήταν μεγάλη.



http://www.saint.gr/2329/saint.aspx

Σάββατο 20 Σεπτεμβρίου 2014

Ο Άγιος Ευστάθιος

Ο Άγιος Ευστάθιος η Εκκλησία μας εορτάζει την μνήμη του στις 20 Σεπτεμβρίου μαζί με την σύζυγο του Θεοπίστη και τα παιδιά του Αγάπιο και Θεόπιστο.

AddThis Social Bookmark Button
agios eustathios 140Ο γενναίος Στρατηγός
Ήταν αξιωματούχος εξαίρετος, διακεκριμένος. Ήταν επίσης ξακουστός για την υψηλή καταγωγή του και τα άφθονα πλούτη του... Ήταν εγκρατής στις επιθυμίες του. Δεν επέτρεπε στις ορέξεις του σώματος του να κυριαρχούν. Ήταν σώφρων Αγαπούσε την δικαιοσύνη. Έκανε ότι μπορούσε για ν’ ανακουφίσει τον πόνο και τη δυστυχία των φτωχών. Ήταν με μια λέξη ενάρετος. Ο Πλακίδας είχε δύο γιούς, πού του μοιάζανε στην αρρενωπή σωματική διάπλαση και στο χαρακτήρα. Είχε και την ενάρετη γυναίκα του πού ονομαζόταν Τατιανή.
Το μεγάλο θαύμα
Μια μέρα είχε βγει με τους στρατιώτες στο δάσος για κυνήγι. Ξαφνικά βλέπει ανάμεσα στους πυκνόφυλλους θάμνους εκεί κοντά του ένα μεγαλόσωμο ελάφι Πλημμυρίζει από χαρά ο στρατηγός και μονολογεί:
- Μάλιστα! Αυτό είναι κυνήγι... Δεν πρέπει να το χάσω! Το ελάφι όμως αρχίζει να τρέχει. Δρασκελίζει τους θάμνους μ’ ευκολία και φεύγει. Ο στρατηγός Πλακίδας κάνει συναγερμό στους στρατιώτες του και καβάλα όπως είναι στο άλογο του, ακολουθεί κατά πόδι το ελάφι.
Ξαφνικά, ενώ ίδρωτας λούζει τον ίδιο και το άλογό του, φθάνουν μπροστά σ’ ένα χάσμα. Είναι ένα αδιάβατο σημείο. Ένας επικίνδυνος απότομος λάκκος. Και το σημείο αυτό το περνάει εύκολα το ελάφι.
Αντιθέτως, για το άλογο είναι αδύνατο το πέρασμα. Κοιτάζει επίμονα ο στρατηγός να βρει κάποιο άλλο σημείο για να συνέχιση το κυνήγι του.
Ξαφνικά καθώς κοιτάζει προς την κατεύθυνση του ελαφιού και τα χάνει. Το ελάφι είναι εκεί απέναντι του, στην αντίπερα όχθη του λάκκου. Στέκεται εκεί σαν ήμερο. Ο στρατηγός αρχίζει ξαφνικά να χλωμιάζει και μένει εκστατικός, διότι τώρα βλέπει και κάτι άλλο. Στη μέση των κεράτων του ελαφιού βλέπει να λαμποκοπάει ένας Σταυρός.
Ο Σταυρός είχε επάνω του την θεία μορφή του Εσταυρωμένου Χριστού και άστραφτε σαν τον ήλιο.
Πάνω στην ταραχή του ακούει ο στρατηγός από το σημείο του Σταυρού μια φωνή να του λέγει:
- Γιατί, Πλακίδα με διώκεις; Εγώ είμαι ο Χριστός, τον οποίον συ τιμάς με τάς έργα και την αρετή σου, αν και δεν με γνωρίζεις, μολονότι, δεν είσαι χριστιανός!... Για σένα, ώ ΓΙλακίδα, φανερώθηκα πάνω στο ζώο. Πρέπει να γνωρίζεις, ότι είναι πάντοτε μπροστά μου οι καλοσύνες σου και οι ελεημοσύνες πού κάνεις. Ήρθα, λοιπόν, εδώ για να σε αμείψω για την αρετή. Ήρθα να σε πιάσω στα δίχτυα της φιλανθρωπίας μου. Δεν είναι σωστό εσύ ο καλός και δίκαιος να μένεις στην πλάνη των ειδώλων και να λατρεύεις αναίσθητα αντικείμενα...
Ο στρατηγός συγκλονισμένος από το όραμα και την θεϊκή φωνή, δεν μπορεί να συγκρατηθεί στο άλογό του και πέφτει στη γη. Ύστερα από λίγο συνέρχεται. Παίρνει θάρρος. Κοιτάζει ολόγυρα του και φωνάζει με δυνατή φωνή.
— Ποιος είσαι συ, πού μου μιλάς; Τίνος είναι η φωνή πού ακούω; Πες ποιος είσαι. Φανερώσου σ' εμένα για να σε πιστέψω!
Τότε ακούστηκε επιγραμματική η φωνή του Κυρίου:
— Είμαι ο δημιουργός του Ουρανού και της γης, Πλακίδα... Είμαι ο Χριστός πού σταυρώθηκα, πού τάφηκα και αναστήθηκα εκ νεκρών...
Σεισμός ψυχοσωτήριος γίνεται εκείνη την στιγμή στη ζωή του στρατηγού. Συγκινημένος και ταραγμένος δεν ξέρει πώς να ευχαριστήσει τον Κύριο. Το πρόσωπο του πέφτει στο χώμα και γεμάτο ευγνωμοσύνη και πίστη ομολογεί τον Χριστό:
— Πιστεύω, Κύριε, ότι πράγματι Συ είσαι ο κτίστης και Δημιουργός του κόσμου. Πιστεύω ότι Συ είσαι ο μόνος αληθινός Θεός και κανείς άλλος!... Και τότε ακούει ο στρατηγός την θεία φωνή να του λέγει:
— Και τώρα, πού όπως λέγεις πιστεύεις, πήγαινε στον Αρχιερέα της Πατρίδος σου να βαπτιστής χριστιανός, όπως βαπτίζονται τόσοι και τόσοι...
Αναθαρρεί τότε ο στρατηγός και ρωτάει αν μπορεί, αν επιτρέπεται ν’ ανακοινώσει όλα αυτά στην οικογένειά του για να πιστέψουν στο Χριστό και η γυναίκα του και τα παιδιά του.
— Ναι, του απαντάει η θεία φωνή. Να βαπτισθείτε όλοι και έπειτα να ξαναέρθεις εδώ για να σού φανερώσω τί θα σού συμβεί εις το μέλλον...
Ο Πλακίδας βαπτίζεται και ονομάζεται Ευστάθιος
Συγκινημένος από το όραμα και τα λόγια του Χριστού έφθασε το βράδυ στο σπίτι του ο Πλακίδας. Άρχισε έπειτα γεμάτος παλμό να διηγείται όσα είδε και άκουσε την ημέρα εκείνη. Η γυναίκα του τον άκουγε με προσοχή και χωρίς να χάσουν χρόνου έτρεχαν στον Αρχιερέα για να τους βαπτίσει.
Βάπτισε πρώτα τον στρατηγό Πλακίδα, εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος... και του έδωσε το χριστιανικό όνομα Ευστάθιος. Ακολούθως βάπτισε την Τατιανή και της έδωσε το νέο όνομα Θεοπίστη. Εν συνεχεία βαπτίστηκαν τα παιδιά τους τα οποία ονομάσθηκαν Αγάπιος και Θεόπιστος.
… «Θα πάθης όσα και ο Ιώβ»...
Λουσμένος με τη χάρι του Θεού πλέον ο Ευστάθιος έτρεξε προς το σημείο όπου είχε δει το όραμα. Πήγε, λοιπόν και γονάτισε εκεί απ’ όπου είχε ακούσει την προηγουμένη ημέρα την θεία φωνή. Γονάτισε μπρούμητα κλαίγοντας και ευχαριστώντας τον Θεό.
Άκουσε τότε την γνώριμη υπερκόσμια φωνή να του λέγει:
— Ευτυχής είσαι Ευστάθιε, διότι δέχθηκες το σωτήριο Βάπτισμα και κατετσάκισες την δύναμη του πονηρού διαβόλου. Να ξέρης όμως ότι ο διάβολος θα σου κηρύξει σκληρό πόλεμο. Δεν θα πάψει να σού προετοιμάζει πειρασμούς. Σχέδιο του και σκοπός του είναι να σε αναγκάσει να βλασφημήσεις, ν’ αρνηθείς την πίστη σου και να κολασθείς αιώνια.
Θα πάθεις όσα ο Ιώβ τον καιρό εκείνο, τελικώς όμως θα νικήσεις τον διάβολο...
— Αγωνίσου με ανδρεία Ευστάθιε υπέρ των καλών έργων. Η χάρις μου θα σε συνοδεύει και σένα και την συντροφιά σου και θα φυλάξει τις ψυχές σας από τα πεπυρωμένα βέλη του πονηρού...
Οι δοκιμασίες αρχίζουν
Ο φθονερός Σατανάς κηρύττει ανοικτό πόλεμο εναντίον του. Ένα είδος χολέρας πέφτει στο μέρος εκείνο και οι δούλοι του καθώς και οι συγγενείς του πεθαίνουν. Δεν απογοητεύεται ο Άγιος. Δίνει κουράγιο στη γυναίκα του και στα παιδιά του... Προτού όμως συνέλθει από το κτύπημα αυτό πέφτει μια άλλη αρρώστια και ψοφάνε όλα τα ζωντανά του... Για ν’ απαλύνει την θλίψη, πού απλώνεται από τα αλλεπάλληλα κτυπήματα, παίρνει την οικογένειά του και πηγαίνει στην εξοχή. Κατά την διάρκεια της απουσίας εκείνης όμως, μπαίνουν κλέφτες στο σπίτι τους και το ερημώνουν. Έτσι από πλούσιοι έμειναν φτωχοί και αξιολύπητοι!
Χάνει την γυναίκα του
Έπιασε λοιπόν λιμάνι η οικογένεια και μπαρκάρησε για την Αίγυπτο. Ο Πλοίαρχος ζήτησε από τον άγιο υπέρογκα ναύλα. Έκανε εκβιασμό γιατί του άρεσε η Θεοπίστη και ήθελε να την κρατήσει σκλάβα του. Οι παρακλήσεις του Αγίου Ευσταθίου και οι υποσχέσεις δεν έφεραν κανένα αποτέλεσμα. Ο Άγιος επιμένει αγωνίζεται να σώσει την γυναίκα του. Τελικώς τον κατεβάζουν στο πρώτο λιμάνι βίαια με τα δύο παιδιά του. Τότε εκείνος, τα παιδιά του και η γυναίκα του κλαίνε γοερά και σπαραξικάρδια για τον φοβερό χωρισμό.
Χάνει τα παιδιά του
Καθώς προχωρούσαν έπεσαν πάνω στην κοίτη ενός ποταμού πού είχε πολύ νερό. Το ποτάμι αυτό έπρεπε να το προσπεράσουν και γέφυρα δεν υπήρχε πουθενά. Τότε ο Άγιος έκανε το σταυρό του πήρε το ένα παιδί και το έβαλε στην απέναντι όχθη. Γύρισε εν συνεχεία να πάρει και το άλλο. Ενώ δε βρισκόταν στο μέσον του πλάτους του ποταμού, βλέπει ένα λιοντάρι αγριεμένο να ορμάει και του αρπάζει το ένα παιδί. Κι εκεί πού αυτός κραυγάζει απελπισμένος, μη μπορώντας τίποτε άλλο να κάμει συμβαίνει κάτι πιο απελπιστικό.
Ένας μεγαλόσωμος λύκος του αρπάζει από την όχθη και το δεύτερο παιδί του το μικρότερο. Το αρπάζει και φεύγει, εξαφανίζεται σαν αστραπή μέσα στο δάσος.
Έκλαιγε σαν άνθρωπος, στον μεγάλο πόνο του, έκανε ευλαβικά τα παράπονα του στο Θεό, αλλά τελικά με θερμή προσευχή Τον παρεκάλεσε λέγοντάς:
— Κύριε, δός μου θάρρος και υπομονή. Θέλω και τώρα στις δύσκολες στιγμές να μείνω μαζί Σου, να είμαι δικό Σου. Κύριε μη με εγκαταλείψεις. Προστάτεψε την γυναίκα μου και σώσε τα παιδιά μου. Κάνε το θαύμα σου. Βοήθησέ με να ξαναβρώ την οικογένειά μου.
Περπατώντας μέρες ολόκληρες, νηστικός, άυπνος και συντετριμμένος έφθασε σε κάποια πόλη πού την λέγανε Βάδησσο. Εκεί στάθμευσε ο Άγιος και έπιασε δουλειά για να βγάζει το ψωμί του.
Πώς σώθηκαν τα παιδιά του και η γυναίκα του
Το λιοντάρι όταν απομακρύνθηκε από την όχθη το κυνήγησαν μερικοί βοσκοί και έσωσαν το παιδί από τα αιμοχαρή δόντια του. Το ίδιο συνέβη και με τον λύκο. Τον είδαν μερικοί γεωργοί πού κρατούσε το παιδί στο στόμα και τον κυνήγησαν επιμόνως. Τελικώς και ο λύκος πιεζόμενος εγκατέλειψε και το άλλο παιδί του Αγίου σώο. Το ένα, λοιπόν, από τα παιδιά μεγάλωσε μέσα στους τσοπάνους και το άλλο στους γεωργούς.
Αλλά και η γυναίκα του Αγίου γλύτωσε από την ατίμωση, διότι ο πλοίαρχος κατά θεία οικονομία αρρώστησε βαριά την ίδια μέρα πού κατέβασαν τον άγιο Ευστάθιο και τα παιδιά του από το καράβι και έτσι δεν μπόρεσε να εκπληρώσει την αισχρή επιθυμία του. Όταν μάλιστα έφθασε στην Πατρίδα του πέθανε ο αμαρτωλός εκείνος εκβιαστής.
Zoom in (real dimensions: 300 x 354)Ξαναβρίσκει την οικογένεια του
Ο Αυτοκράτορας Τραϊανός έδωσε εντολή να βρουν τον Πλακίδα για να είναι επικεφαλής στον πόλεμο κατά των βαρβάρων που απειλούσαν την Ρώμη.
Ο άγιος επειδή είδε ότι υπήρχε λίγος στρατός έδωσε διαταγή να στρατολογηθούν και άλλοι, ανάμεσα σε αυτούς που στρατολογήθηκαν ήταν και οι δύο υιοί του.
Ο Άγιος εν τω μεταξύ σημείωσε μεγάλες επιτυχίες στην εκστρατεία του εκείνη. Πολλές πόλεις, φρούρια κι οχυρά ελευθέρωσε. Έπειτα αφού πέρασε τον ποταμόν Χρύσπιν, κατεκυρίευσε την χώρα, φθάνοντας στην πόλη, πού ήταν η Θεοπίστη. Έστησε δε κατά θεία συγκυρία την σκηνή του στον κήπο της Θεοπίστης, διότι αυτό ήταν κτήμα του άρχοντα και πλουσίου πλοιάρχου, πού είχε κατακρατήσει την Θεοπίστη στο πλοίο και ο οποίος είχε πεθάνει. Εκεί με την Θεία Οικονομία η οικογένεια αναγνώρισε ο ένας τον άλλον και ξαναέσμιξε.
Πως μαρτυρεί η οικογένεια
Μετά το επιτυχές τέλος των επιχειρήσεων ο Άγιος σταμάτησε τον πόλεμο και γύρισε θριαμβευτής στην Ρώμη. Εν τω μεταξύ είχε πεθάνει ο αυτοκράτορας Τραϊανός και στο θρόνο είχε ανεβεί ο ανεψιός του Αδριανός, γνωστός για το μίσος πού έτρεφε εναντίον των Χριστιανών. Εκείνος βγαίνει να τον υποδεχθεί και να τον συγχαρεί. Τον συμβούλεψε δε να θυσιάσει στον Απόλλωνα και τους άλλους θεούς, διότι του έκανε αυτές τις ευεργεσίες.
Τότε ο Ευστάθιος, ο σταθερός εκείνος και αδαμάντινος οπαδός του Χριστού, γεμάτος ηρωικό μεγαλείο, γεμάτος θάρρος, και πίστη αληθινή ομολογεί τον Ιησούν Χριστόν λέγοντας:
— Είμαι Χριστιανός αυτοκράτορα. Πιστεύω στο Θεό των Χριστιανών. Μην ελπίζεις λοιπόν, από μένα θυσίες στα ειδωλικά ξόανα, στα σιχαμερά κατασκευάσματα των ανθρώπων.
Ο Αδριανός διέταξε τότε οργισμένος να του βγάλουν την στολή του στρατηγού και συγχρόνως με διάφορα λόγια προσπαθούσε να τους πείσει όλους ν’ αλλάξουν γνώμη, αλλά όλοι τους, όλη η οικογένεια ήταν σταθερή. Μετά απ’ αυτά, τους έβαλε σε μια πεδιάδα κι άφησαν ένα λιοντάρι πεινασμένο να τους κατασπαράξει. Το λιοντάρι τρέχοντας, έφθασε κοντά τους, αλλά δεν τους πείραξε καθόλου. Τουναντίον, γύριζε χαρούμενο γύρω τους σαν ήμερο σκυλάκι.
Στη συνέχεια διατάσσει ο Αυτοκράτορας να κάψουν ένα μεγάλο χάλκινο βόδι και να τους βάλουν μέσα. Έτσι κι έγινε. Προηγουμένως όμως οι Άγιοι εκείνοι και γενναίοι του Χριστού Μάρτυρες παρεκάλεσαν τους στρατιώτες, να προσευχηθούν. Προσευχήθηκαν στο Θεό να τους δώσει δύναμη για να υποφέρουν τα βασανιστήρια και να θάψουν τα σώματά τους όλα μαζί.
Μετά τρεις μέρες άνοιξαν το χάλκινο βόδι κι είδαν με έκπληξη ότι οι μεν ψυχές τους είχαν ταξιδέψει στην αιώνια και ευτυχισμένη κατοικία των ουρανών, αλλά ούτε μία τρίχα δεν είχε θιγή από τα λείψανα των Αγίων. Είδε αυτά ο Αδριανός, φοβήθηκε κι έφυγε.
Ο κόσμος μόλις είδε το θαύμα, φώναξε με όλη τη δύναμη της ψυχής του:
— Μεγάλος ο Θεός των Χριστιανών. Αυτός μόνον είναι Θεός αληθινός και κανείς άλλος!
Οι χριστιανοί εκμεταλλεύτηκαν το θόρυβο και τη σύγχυση και πήραν τα λείψανα των Αγίων και τους ενταφίασαν μαζί. Όπως ήταν και η επιθυμία τους.

Στίχος
Ευστάθιον δούς παγγενή χαλκούς φλέγει, και παγγενή ου του Θεού σώζεις, Λόγε.
Εικάδι Ευστάθιε γενεή άμα εν βοί καύθη.
Ἀπολυτίκον. Ἦχος ἅ΄. Τῆς ἔρημου πολίτης
Ἀγρευθεῖς οὐρανόθεν πρός εὐσέβειαν ἔνδοξε, τή τοῦ σοί ὀφθέντος δυνάμει, δί’ ἐλάφου, Εὐστάθιε, ποικίλους καθυπέστης πειρασμούς, καί ἤστραψας ἐν ἄθλοις ἱεροῖς σύν τή θεία σου συμβίω καί τοῖς υἱοῖς φαιδρύνων τούς βοώντας σοί• δόξα τῷ σέ δοξάσαντι Χριστῷ, δόξα τῷ σέ στεφανώσαντι, δόξα τῷ δείξαντι σέ ἐν παντί, Ἰώβ παμμάκαρ δεύτερον
πηγη .askitikon